αμίλητος , η, ο [ἀμίλητος] α-μί-λη-τος επίθ.: που μιλά πολύ λίγο ή καθόλου: Αγέλαστος/σκυθρωπός και ~. Έμεινε/κοίταζε/παρακολουθούσε/πλησίασε/στεκόταν ~η. Κάθονταν ~οι και σκεφτικοί. Πβ. άναυδος, άφωνος, βουβός, σιωπηλός. ΑΝΤ. ομιλητικός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: (το) αμίλητο νερό: ΛΑΟΓΡ. το νερό που μετέφεραν οι ανύπαντρες κοπέλες, χωρίς να μιλούν, για τον κλήδονα. ● ΦΡ.: ήπιε το αμίλητο νερό (μτφ.): για να δηλωθεί η πεισματική άρνηση κάποιου να μιλήσει., αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα βλ. ακούνητος [< μεσν. αμίλητος]
ακούνητος
ακούνητος, η, ο [ἀκούνητος] α-κού-νη-τος επίθ. (λαϊκό): που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί: ~ο: βλέμμα. ~ο: έπιπλο (= αμετακίνητο, π.χ. λόγω βάρους). Κάθομαι/στέκομαι ~. Μείνε ~ (= ακίνητος)!|| Παρέμειναν ~οι στις καλοπληρωμένες θέσεις τους. Πβ. αμετακίνητος, ασάλευτος. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα1. (μτφ.) για πειθήνια όργανα: Καθόταν αγαλματάκι ~ο και περίμενε διαταγές.2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι: ~ ~ μέρα ή νύχτα;
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.