Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αμανάτι [ἀμανάτι] α-μα-νά-τι ουσ. (ουδ.) {χωρ. άλλους τ.} 1. (μτφ.-προφ.) για πρόσ. ή πράγμα που υποχρεώνεται να κρατήσει κάποιος, χωρίς να το επιθυμεί: Έφυγαν οι γείτονες και μου άφησαν τον σκύλο ~. 2. (παρωχ.) ενέχυρο: Αφήνω/βάζω/δίνω κάτι ~. ● ΦΡ.: μένω αμανάτι: μένω μόνος, με εγκαταλείπουν: Πήγαν όλοι στο πάρτι και έμεινα ~. [< μεσν. αμανάτι(ον) < τουρκ. amanat, emanet]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.