Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αμαξίδιο [ἁμαξίδιο] α-μα-ξί-δι-ο ουσ. (ουδ.) {αμαξιδί-ου | -ων}: μικρό μεταφορικό όχημα: χειροκίνητο ~. Μηχανοκίνητο ~ (του γκολφ). Βλ. βαγονέτο. ● ΣΥΜΠΛ.: (αναπηρικό) αμαξίδιο: κάθισμα στερεωμένο σε μεγάλες συνήθ. ρόδες για ανθρώπους με μειωμένη κινητικότητα: αγωνιστικό/ηλεκτροκίνητο/παιδικό ~. Αντισφαίριση/καλαθοσφαίριση με ~ ~. ~α ατόμων με ειδικές ανάγκες. ~ ~ ειδικού/ελαφρού τύπου. Κινείται με/χρησιμοποιεί ~ ~. ΣΥΝ. αναπηρική καρέκλα/πολυθρόνα, αναπηρικό καρότσι. [< αγγλ. wheel-chair] [< μτγν. ἁμαξίδιον, γαλλ. chariot]

βαγονέτο

βαγονέτο βα-γο-νέ-το ουσ. (ουδ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. μικρό, συνήθ. ανοικτό, βαγόνι, που χρησιμοποιείται κυρ. σε λατομεία, ορυχεία ή εργοστάσια για μεταφορά υλικών. 2. (γενικότ.) κάθε συρόμενη ή φορητή κατασκευή: ~ φούρνου. ~-συρτάρι. ~ με ρόδες. [< ιταλ. vagonetto]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.