αμαξίδιο [ἁμαξίδιο] α-μα-ξί-δι-ο ουσ. (ουδ.) {αμαξιδί-ου | -ων}: μικρό μεταφορικό όχημα: χειροκίνητο ~. Μηχανοκίνητο ~ (του γκολφ). Βλ. βαγονέτο. ● ΣΥΜΠΛ.: (αναπηρικό) αμαξίδιο: κάθισμα στερεωμένο σε μεγάλες συνήθ. ρόδες για ανθρώπους με μειωμένη κινητικότητα: αγωνιστικό/ηλεκτροκίνητο/παιδικό ~. Αντισφαίριση/καλαθοσφαίριση με ~ ~. ~α ατόμων με ειδικές ανάγκες. ~ ~ ειδικού/ελαφρού τύπου. Κινείται με/χρησιμοποιεί ~ ~. ΣΥΝ. αναπηρική καρέκλα/πολυθρόνα, αναπηρικό καρότσι. [< αγγλ. wheel-chair] [< μτγν. ἁμαξίδιον, γαλλ. chariot]
βαγονέτο
βαγονέτο βα-γο-νέ-το ουσ. (ουδ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. μικρό, συνήθ. ανοικτό, βαγόνι, που χρησιμοποιείται κυρ. σε λατομεία, ορυχεία ή εργοστάσια για μεταφορά υλικών. 2. (γενικότ.) κάθε συρόμενη ή φορητή κατασκευή: ~ φούρνου. ~-συρτάρι. ~ με ρόδες. [< ιταλ. vagonetto]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.