Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αμελής , ής, ές [ἀμελής] α-με-λής επίθ. {αμελ-ούς | -είς (ουδ. -ή)∙ αμελέστ-ερος, -ατος, σπανιότ. στο ουδ.} (λόγ.): που παραμελεί τα καθήκοντα ή τις υποχρεώσεις του, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενδιαφέροντος και προσοχής: ~ής: μαθητής. ~ής: εκτέλεση της εργασίας/οδήγηση/συμπεριφορά. Οκνηρός και ~. Πβ. αδιάφορος, απαθής, απρόσεκτος.|| (ΝΟΜ.) Απερίσκεπτη και ~ πράξη. Βλ. πλημμελής. ΑΝΤ. επιμελής ● επίρρ.: αμελώς [-ῶς] [< αρχ. ἀμελής]

πλημμελής

πλημμελής, ής, ές πλημ-με-λής επίθ. {πλημμελ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (επίσ.): που χαρακτηρίζεται από παραλείψεις: ~ής: έλεγχος/καθαρισμός. ~ής: άσκηση (των) καθηκόντων/αστυνόμευση/διοίκηση/καθαριότητα/λειτουργία. Πβ. ανεπαρκής, ελλιπής. ● επίρρ.: πλημμελώς [-ῶς] [< αρχ. πλημμελής]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.