Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αμελώ [ἀμελῶ] α-με-λώ ρ. (μτβ.) {-είς ... | αμέλ-ησα, -είται, -ήθηκε} (λόγ.): (+ αιτ./να) δείχνω αμέλεια, παραμελώ ή ξεχνώ κάτι: ~ την εξωτερική μου εμφάνιση (ΑΝΤ. επιμελούμαι, φροντίζω). ~εί τα καθήκοντα/τις υποχρεώσεις του. ~ησε (= δεν φρόντισε) να ανανεώσει τη συνδρομή του. ~ήθηκαν σημαντικά ζητήματα στη συζήτηση (πβ. παραλείπω). Πβ. αδιαφορώ, ολιγωρώ. ΑΝΤ. ενδιαφέρομαι, θυμάμαι [< αρχ. ἀμελῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.