Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αμνιοκέντηση [ἀμνιοκέντηση] α-μνι-ο-κέ-ντη-ση ουσ. (θηλ.) & αμνιοπαρακέντηση: ΙΑΤΡ. μέθοδος προγεννητικού ελέγχου που γίνεται με παρακέντηση της αμνιακής κοιλότητας και αναρρόφηση αμνιακού υγρού, κυρ. για αναγνώριση του φύλου του εμβρύου ή διαπίστωση χρωμοσωματικών ανωμαλιών: Το σύνδρομο ντάουν μπορεί να διαγνωστεί προγεννητικά με ~. [< αγγλ. amniocentesis, 1957, γαλλ. amniocentèse, 1970]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.