αμοιβή [ἀμοιβή] α-μοι-βή ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κάθε αγαθό, υλικό ή μη, που προσφέρει ή λαμβάνει κάποιος για παροχή υπηρεσιών: μεγάλη/μικρή/οικονομική/υψηλή/χαμηλή/χρηματική ~. Μηνιαίες/πρόσθετες ~ές. ~ές ερευνητών/μηχανικών (βλ. αποδοχές, απολαβές, μισθός, πληρωμή). ~ με την ώρα (= ωριαία)/με το κομμάτι. Εισπράττω/ζητώ/λαμβάνω/παίρνω ~. ~ για τη σύλληψη των δραστών. Ασκούν χωρίς ~ (= αμισθί) τα καθήκοντά τους. Εργασία με ~ (βλ. αντιμισθία). Η ηθική ~ του επαίνου (= ανταμοιβή, επιβράβευση). Βλ. αποζημίωση. ● ΦΡ.: έναντι αμοιβής & (λόγ.) επ' αμοιβή [ἐπ' ἀμοιβῇ]: με υλικά ανταλλάγματα: Δέχτηκε να συμμετάσχει στην επιτροπή έναντι αδράς ~ής. ~ χρηματικής ~ (= έναντι χρηματικού ποσού). Πβ. επί πληρωμή, με το αζημίωτο. [< αρχ. ἀμοιβή]
αποδοχές
αποδοχές [ἀποδοχές] α-πο-δο-χές ουσ. (θηλ.) (οι) (λόγ.): το σύνολο των χρημάτων που παίρνει κάποιος ως αμοιβή για την εργασία του: ακαθάριστες/αναδρομικές/ασφαλίσιμες/ετήσιες/καθαρές/κυμαινόμενες/μέσες/μηνιαίες/μικτές/μισθολογικές/οικονομικές/πλήρεις/πρόσθετες/συνολικές/συντάξιμες/τακτικές/τεκμαρτές ~. Ικανοποιητικές/υψηλές/χαμηλές ~. Αύξηση/εκκαθάριση/μείωση/περικοπή των ~ών. Είσπραξη/όρια/πακέτο/φόρος ~ών. Οι πραγματικές ~. Οι ~ των εργαζομένων/μισθωτών. Άδεια άνευ/μετ' ~ών. Κρατήσεις επί των ~ών. Πβ. αμοιβή, απολαβές, μισθός. Βλ. αποζημίωση. ● ΣΥΜΠΛ.: βεβαίωση αποδοχών βλ. βεβαίωση [< γαλλ. rémunération]
αποζημίωση
αποζημίωση [ἀποζημίωση] α-πο-ζη-μί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. χρηματική αποκατάσταση ζημίας: άμεση/αντισταθμιστική/γενική/ελάχιστη/εξισωτική/μερική/νόμιμη/οικονομική/πάγια/πλήρης/προσωρινή ~. ~ εργάτη για ατύχημα. ~ για ψυχική οδύνη. ~ λόγω απαλλοτρίωσης/απόλυσης. ~ από ασφαλιστική εταιρεία/το Δημόσιο. ~ στο ακέραιο. Παροχή/χορήγηση ~ης. ~ώσεις παραγωγών για τις καταστροφές των καλλιεργειών. Απαιτώ/διεκδικώ/δικαιούμαι/δίνω/ζητώ/καταβάλλω/λαμβάνω/παίρνω/πληρώνω ~. Το δικαστήριο όρισε ~ ύψους ... ευρώ.|| (για κάλυψη εξόδων παράστασης) Χιλιομετρική ~ υπαλλήλων μετακινούμενων εκτός έδρας.2. (μτφ.) ανταμοιβή, συνήθ. ηθική, ως αντιστάθμισμα για δοκιμασία: Η αναγνώριση του έργου μας ήταν η καλύτερη ~ για τις θυσίες/τους κόπους μας. Πβ. αμοιβή, δικαίωση, επιβράβευση, ικανοποίηση. ● ΣΥΜΠΛ.: βουλευτική αποζημίωση: ποσό που καταβάλλεται μηνιαίως στους βουλευτές έναντι μισθού., ηθική αποζημίωση: ΝΟΜ. που δίνεται για ηθική βλάβη: ~ ~ για δυσφήμιση/προσβολή της προσωπικότητας/συκοφαντία. Βλ. υλική αποζημίωση., πολεμικές αποζημιώσεις & πολεμικές επανορθώσεις: ποσό που καταβάλλεται μετά το τέλος του πολέμου από την πλευρά του ηττημένου στον νικητή για τις προκληθείσες ζημίες, υλικές και ηθικές: δυσβάσταχτες/τεράστιες/υπέρογκες ~ ~. [< γαλλ. réparations de guerre] ● ΦΡ.: αποζημίωση εκτός έδρας: χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον, όταν για υπηρεσιακούς ή επαγγελματικούς λόγους αναγκάζεται να βρεθεί εκτός της περιοχής όπου μένει και εργάζεται: (ημερήσια) ~ ~ στρατιωτικού προσωπικού/υπαλλήλων του Δημοσίου. Βλ. οδοιπορικά. [< γαλλ. dédommagement]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.