Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αμοιβή [ἀμοιβή] α-μοι-βή ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κάθε αγαθό, υλικό ή μη, που προσφέρει ή λαμβάνει κάποιος για παροχή υπηρεσιών: μεγάλη/μικρή/οικονομική/υψηλή/χαμηλή/χρηματική ~. Μηνιαίες/πρόσθετες ~ές. ~ές ερευνητών/μηχανικών (βλ. αποδοχές, απολαβές, μισθός, πληρωμή). ~ με την ώρα (= ωριαία)/με το κομμάτι. Εισπράττω/ζητώ/λαμβάνω/παίρνω ~. ~ για τη σύλληψη των δραστών. Ασκούν χωρίς ~ (= αμισθί) τα καθήκοντά τους. Εργασία με ~ (βλ. αντιμισθία). Η ηθική ~ του επαίνου (= ανταμοιβή, επιβράβευση). Βλ. αποζημίωση. ● ΦΡ.: έναντι αμοιβής & (λόγ.) επ' αμοιβή [ἐπ' ἀμοιβῇ]: με υλικά ανταλλάγματα: Δέχτηκε να συμμετάσχει στην επιτροπή έναντι αδράς ~ής. ~ χρηματικής ~ (= έναντι χρηματικού ποσού). Πβ. επί πληρωμή, με το αζημίωτο. [< αρχ. ἀμοιβή]

αποδοχές

αποδοχές [ἀποδοχές] α-πο-δο-χές ουσ. (θηλ.) (οι) (λόγ.): το σύνολο των χρημάτων που παίρνει κάποιος ως αμοιβή για την εργασία του: ακαθάριστες/αναδρομικές/ασφαλίσιμες/ετήσιες/καθαρές/κυμαινόμενες/μέσες/μηνιαίες/μικτές/μισθολογικές/οικονομικές/πλήρεις/πρόσθετες/συνολικές/συντάξιμες/τακτικές/τεκμαρτές ~. Ικανοποιητικές/υψηλές/χαμηλές ~. Αύξηση/εκκαθάριση/μείωση/περικοπή των ~ών. Είσπραξη/όρια/πακέτο/φόρος ~ών. Οι πραγματικές ~. Οι ~ των εργαζομένων/μισθωτών. Άδεια άνευ/μετ' ~ών. Κρατήσεις επί των ~ών. Πβ. αμοιβή, απολαβές, μισθός. Βλ. αποζημίωση. ● ΣΥΜΠΛ.: βεβαίωση αποδοχών βλ. βεβαίωση [< γαλλ. rémunération]

αποζημίωση

αποζημίωση [ἀποζημίωση] α-πο-ζη-μί-ω-ση ουσ. (θηλ.) 1. χρηματική αποκατάσταση ζημίας: άμεση/αντισταθμιστική/γενική/ελάχιστη/εξισωτική/μερική/νόμιμη/οικονομική/πάγια/πλήρης/προσωρινή ~. ~ εργάτη για ατύχημα. ~ για ψυχική οδύνη. ~ λόγω απαλλοτρίωσης/απόλυσης. ~ από ασφαλιστική εταιρεία/το Δημόσιο. ~ στο ακέραιο. Παροχή/χορήγηση ~ης. ~ώσεις παραγωγών για τις καταστροφές των καλλιεργειών. Απαιτώ/διεκδικώ/δικαιούμαι/δίνω/ζητώ/καταβάλλω/λαμβάνω/παίρνω/πληρώνω ~. Το δικαστήριο όρισε ~ ύψους ... ευρώ.|| (για κάλυψη εξόδων παράστασης) Χιλιομετρική ~ υπαλλήλων μετακινούμενων εκτός έδρας. 2. (μτφ.) ανταμοιβή, συνήθ. ηθική, ως αντιστάθμισμα για δοκιμασία: Η αναγνώριση του έργου μας ήταν η καλύτερη ~ για τις θυσίες/τους κόπους μας. Πβ. αμοιβή, δικαίωση, επιβράβευση, ικανοποίηση. ● ΣΥΜΠΛ.: βουλευτική αποζημίωση: ποσό που καταβάλλεται μηνιαίως στους βουλευτές έναντι μισθού., ηθική αποζημίωση: ΝΟΜ. που δίνεται για ηθική βλάβη: ~ ~ για δυσφήμιση/προσβολή της προσωπικότητας/συκοφαντία. Βλ. υλική αποζημίωση., πολεμικές αποζημιώσεις & πολεμικές επανορθώσεις: ποσό που καταβάλλεται μετά το τέλος του πολέμου από την πλευρά του ηττημένου στον νικητή για τις προκληθείσες ζημίες, υλικές και ηθικές: δυσβάσταχτες/τεράστιες/υπέρογκες ~ ~. [< γαλλ. réparations de guerre] ● ΦΡ.: αποζημίωση εκτός έδρας: χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον, όταν για υπηρεσιακούς ή επαγγελματικούς λόγους αναγκάζεται να βρεθεί εκτός της περιοχής όπου μένει και εργάζεται: (ημερήσια) ~ ~ στρατιωτικού προσωπικού/υπαλλήλων του Δημοσίου. Βλ. οδοιπορικά. [< γαλλ. dédommagement]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.