Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανάκαμψη [ἀνάκαμψη] α-νά-καμ-ψη ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακάμπτω: (ΟΙΚΟΝ.) δυναμική/θεαματική/οικονομική/φυσική ~. ~ του Γενικού Δείκτη (του Χρηματιστηρίου)/των επενδύσεων. (για νομισματικές μονάδες:) ~ του δολαρίου έναντι του ευρώ. Ενδείξεις/περίοδος ~ης. Σε φάση ~ης. Κλάδος που παρουσιάζει/σημειώνει ~. Προβλέπεται να (επ)ακουλουθήσει/επέλθει ~.|| ~ του ασθενούς (πβ. ανάνηψη, ανάρρωση).|| (Αγωνιστική) ~ της ομάδας. ΣΥΝ. βελτίωση, καλυτέρευση 2. ΓΥΜΝ. άσκηση κατά την οποία τα χέρια τοποθετούνται με τα δάχτυλα πλεγμένα στη βάση του κεφαλιού (στην ινιακή χώρα). Βλ. κάμψεις. [< αρχ. ἀνάκαμψις, γαλλ. redressement, αγγλ. recovery]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.