Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανάλογος , η, ο [ἀνάλογος] α-νά-λο-γος επίθ.: που βρίσκεται σε σχέση αναλογίας, ισοδυναμίας με κάποιον/κάτι ή που διαμορφώνεται αντίστοιχα προς κάποιο άλλο ποσοτικό μέγεθος: ~η: ανταπόκριση/κατάσταση. ~α: προβλήματα. Με ~ο τρόπο. Αποδοχές ~ες με την εργασία. Για τη λέξη "φιλότιμο" δεν υπάρχει ~ αγγλικός όρος. Εσύ τι θα έκανες σε ~η περίπτωση (= παρόμοια); Κάτι ~ο συνέβη και σ' εμένα. Για το καλοκαίρι υιοθετήστε και το ~ο στιλ (= κατάλληλο)! Πβ. σύμφωνος.|| Πίεση ~η του βάθους/με το ύψος. Πβ. αναλογικός. Βλ. -λογος. ΑΝΤ. δυσανάλογος ● Ουσ.: ανάλογο (το) 1. οτιδήποτε παρουσιάζει αναλογία, αντιστοιχία με κάτι άλλο: Φαινόμενο που δεν έχει ~ό του σε όλον τον κόσμο (ΣΥΝ. όμοιο). 2. μερίδιο: Μην ανησυχείς, θα πάρεις το ~ό σου (από τα κέρδη). ● επίρρ.: ανάλογα & αναλόγως: Θα χρειαστώ δέκα με είκοσι λεπτά ~α με την κίνηση. Με έβρισε και του απάντησα ~ως.|| -Θα έρθεις το βράδυ; -~α με τη διάθεσή μου. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλογα μεγέθη/ποσά: ΜΑΘ. που όταν αυξάνεται ή μειώνεται το ένα, αυξάνεται ή μειώνεται και το άλλο, αντίστοιχα: Στα ~ ~ οι λόγοι των τιμών τους είναι ίσοι.|| (μτφ.) Ποιότητα και τιμή είναι ~ ~ (: όσο πιο καλό είναι κάτι, τόσο πιο πολύ στοιχίζει· όσο πιο φθηνό, τόσο κατώτερης συνήθ. ποιότητας)., ανάλογοι αριθμοί: ΜΑΘ. ακολουθίες αριθμών με την ιδιότητα σταθερού λόγου (αναλογίας) μεταξύ δύο οποιωνδήποτε αριθμών της ίδιας τάξης., αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη/ποσά: ΜΑΘ. που όταν αυξάνεται το ένα μειώνεται το άλλο και αντίστροφα., μέσος ανάλογος (δύο αριθμών): ΜΑΘ. ο β σε μία αναλογία της μορφής α/β = β/γ., σχήμα εξ αναλόγου: ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου που βασίζεται στην παράλειψη λέξης ή φράσης ως ευκόλως εννοούμενης: λ.χ. Δεν πήγα, αν και ήθελα (ενν. να πάω). Πβ. έλλειψη. [< αρχ. ἀνάλογος, γαλλ. proportionnel, analogue]

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.