ανάπηρος , η, ο [ἀνάπηρος] α-νά-πη-ρος επίθ. 1. που έχει αναπηρία: κινητικά/πνευματικά ~. Έμεινε ~. Το ατύχημα τον άφησε ~ο. ΑΝΤ. αρτιμελής 2. (μτφ.) ανίκανος, ανεπαρκής, ελλιπής: Συναισθηματικά ~.|| ~η: γλώσσα/σκέψη. Βλ. ανήμπορος. ● Ουσ.: ανάπηρος, ανάπηρη {-ου (λόγ.) -ήρου} (ο/η): άτομο με αναπηρία. Πβ. ΑμεΑ, ΑΜΕΑ, άτομα με ειδικές ανάκες/ικανότητες/δεξιότητες, παράλυτος, παραπληγικός. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάπηρος πολέμου: άτομο που έμεινε ανάπηρο λόγω τραυματισμού του σε πόλεμο και έχει ειδικά προνόμια από το κράτος. Βλ. θύματα πολέμου. [< γαλλ. invalide de guerre] [< αρχ. ἀνάπηρος ‘σακάτης, χωλός’]
ανήμπορος
ανήμπορος, η, ο [ἀνήμπορος] α-νή-μπο-ρος επίθ.: που δεν έχει σωματική υγεία ή και ψυχικό σθένος: ~ γέρος/ηλικιωμένος (πβ. εξασθενημένος). ~ να αντιδράσει/πάρει οποιαδήποτε πρωτοβουλία. Πβ. αδύναμος, ανίκανος. [< μεσν. ανήμπορος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.