Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανάριος , α, ο [ἀνάριος] α-νά-ριος επίθ. (λογοτ.) 1. αραιός: ~ια: γένια/σύννεφα.|| ~ιο: πλέξιμο/ύφασμα (= αγανό). ΑΝΤ. πυκνός (1) 2. σποραδικός: Ακούστηκαν ~ιες πιστολιές. ● επίρρ.: ανάρια: ΣΥΝ. αραιά και πού, κάπου κάπου ● ΦΡ.: ανάρια ανάρια το φιλί, για να 'χει νοστιμάδα & αλάργα αλάργα το φιλί ... (παροιμ.): κάτι πρέπει να γίνεται σε αραιά χρονικά διαστήματα, για να μην επέρχεται κορεσμός. Βλ. το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/παπάς. [< μεσν. ανάριος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.