ανέκδοτο [ἀνέκδοτο] α-νέκ-δο-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ότου} 1. σύντομη συνήθ. διήγηση κωμικού περιεχομένου: έξυπνο/κουφό/κρύο/ξεκαρδιστικό/χαριτωμένο ~. Πικάντικα/σόκιν ~α. Το έχω ξανακούσει/ξέρω αυτό το ~. Του αρέσει να λέει ~α. Πβ. αστείο.2. γεγονός, επεισόδιο ή σκηνή ιστορικού ή βιογραφικού χαρακτήρα που δεν τεκμηριώνεται από τις πηγές: ιστορικό ~. ● Υποκ.: ανεκδοτάκι (το) ● ΦΡ.: από άλλο ανέκδοτο (προφ.-χιουμορ.): για κάποιον ή κάτι άσχετο: Αυτός είναι (βγαλμένος) ~ ~. Άλλο είναι το θέμα μας, αυτό που λες εσύ είναι ~ ~. Πβ. άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο., το πιο σύντομο ανέκδοτο (προφ.): για να σχολιαστεί ειρωνικά μια πρόταση, δήλωση, κατάσταση: Μεταρρυθμίσεις,~ ~. ● βλ. ανέκδοτος [< μτγν. ἀνέκδοτα '(έργα) που δεν έχουν εκδοθεί', γαλλ.-αγγλ. anecdote]
ανεκδοτολογία [ἀνεκδοτολογία] α-νεκ-δο-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ανεύθυνες, ατεκμηρίωτες πληροφορίες: ιστορική/λογοτεχνική ~. Αυτή είναι η μοναδική αλήθεια, τα υπόλοιπα αποτελούν ~ες. Πβ. κουτσομπολιό. Βλ. -λογία.
ανεκδοτολογικός , ή, ό [ἀνεκδοτολογικός] α-νεκ-δο-το-λο-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ανεκδοτολογία ή το ανέκδοτο: ~ή: αφήγηση. ~ά: επεισόδια/κείμενα. Απόσπασμα ~ού περιεχομένου. Πλήθος ~ού και βιογραφικού υλικού για τη ζωή (κάποιου). Πληροφορίες ~ού χαρακτήρα. ΣΥΝ. ανεκδοτικός ● επίρρ.: ανεκδοτολογικά [< γαλλ. anecdotique, αγγλ. anecdot(ic)al]
ανεκδοτολόγος [ἀνεκδοτολόγος] α-νεκ-δο-το-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που του αρέσει να λέει ανέκδοτα, που τα αφηγείται καλά. Βλ. χρονογράφος, -λόγος. [< γαλλ. anecdotier]
ανέκδοτος , η, ο [ἀνέκδοτος] α-νέκ-δο-τος επίθ.: που δεν έχει δημοσιευτεί, κυκλοφορήσει στο ευρύ κοινό: ~η: αλληλογραφία/(αυτο)βιογραφία/διατριβή. ~ο: βιβλίο/(λογοτεχνικό) έργο/(φωτογραφικό) υλικό. ~οι: στίχοι. ~ες: επιγραφές/σημειώσεις. ~α: ποιήματα/χειρόγραφα. Πβ. αδημοσίευτος, ατύπωτος.|| ~ες: ηχογραφήσεις/συνθέσεις. Πβ. ακυκλοφόρητος.|| (για πρόσ. του οποίου το έργο παραμένει ~ο) ~ος: ποιητής/συγγραφέας. ΑΝΤ. εκδομένος ● βλ. ανέκδοτο [< μτγν. ἀνέκδοτος]
ανέκδοτο
ανέκδοτο [ἀνέκδοτο] α-νέκ-δο-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ότου} 1. σύντομη συνήθ. διήγηση κωμικού περιεχομένου: έξυπνο/κουφό/κρύο/ξεκαρδιστικό/χαριτωμένο ~. Πικάντικα/σόκιν ~α. Το έχω ξανακούσει/ξέρω αυτό το ~. Του αρέσει να λέει ~α. Πβ. αστείο.2. γεγονός, επεισόδιο ή σκηνή ιστορικού ή βιογραφικού χαρακτήρα που δεν τεκμηριώνεται από τις πηγές: ιστορικό ~. ● Υποκ.: ανεκδοτάκι (το) ● ΦΡ.: από άλλο ανέκδοτο (προφ.-χιουμορ.): για κάποιον ή κάτι άσχετο: Αυτός είναι (βγαλμένος) ~ ~. Άλλο είναι το θέμα μας, αυτό που λες εσύ είναι ~ ~. Πβ. άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο., το πιο σύντομο ανέκδοτο (προφ.): για να σχολιαστεί ειρωνικά μια πρόταση, δήλωση, κατάσταση: Μεταρρυθμίσεις,~ ~. ● βλ. ανέκδοτος [< μτγν. ἀνέκδοτα '(έργα) που δεν έχουν εκδοθεί', γαλλ.-αγγλ. anecdote]
ανέκδοτος
ανέκδοτος, η, ο [ἀνέκδοτος] α-νέκ-δο-τος επίθ.: που δεν έχει δημοσιευτεί, κυκλοφορήσει στο ευρύ κοινό: ~η: αλληλογραφία/(αυτο)βιογραφία/διατριβή. ~ο: βιβλίο/(λογοτεχνικό) έργο/(φωτογραφικό) υλικό. ~οι: στίχοι. ~ες: επιγραφές/σημειώσεις. ~α: ποιήματα/χειρόγραφα. Πβ. αδημοσίευτος, ατύπωτος.|| ~ες: ηχογραφήσεις/συνθέσεις. Πβ. ακυκλοφόρητος.|| (για πρόσ. του οποίου το έργο παραμένει ~ο) ~ος: ποιητής/συγγραφέας. ΑΝΤ. εκδομένος ● βλ. ανέκδοτο [< μτγν. ἀνέκδοτος]
-λογία
-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός.2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~.3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~.4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.