Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • ανέκδοτο [ἀνέκδοτο] α-νέκ-δο-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ότου} 1. σύντομη συνήθ. διήγηση κωμικού περιεχομένου: έξυπνο/κουφό/κρύο/ξεκαρδιστικό/χαριτωμένο ~. Πικάντικα/σόκιν ~α. Το έχω ξανακούσει/ξέρω αυτό το ~. Του αρέσει να λέει ~α. Πβ. αστείο. 2. γεγονός, επεισόδιο ή σκηνή ιστορικού ή βιογραφικού χαρακτήρα που δεν τεκμηριώνεται από τις πηγές: ιστορικό ~. ● Υποκ.: ανεκδοτάκι (το) ● ΦΡ.: από άλλο ανέκδοτο (προφ.-χιουμορ.): για κάποιον ή κάτι άσχετο: Αυτός είναι (βγαλμένος) ~ ~. Άλλο είναι το θέμα μας, αυτό που λες εσύ είναι ~ ~. Πβ. άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο., το πιο σύντομο ανέκδοτο (προφ.): για να σχολιαστεί ειρωνικά μια πρόταση, δήλωση, κατάσταση: Μεταρρυθμίσεις,~ ~. ● βλ. ανέκδοτος [< μτγν. ἀνέκδοτα '(έργα) που δεν έχουν εκδοθεί', γαλλ.-αγγλ. anecdote]
  • ανεκδοτολογία [ἀνεκδοτολογία] α-νεκ-δο-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ανεύθυνες, ατεκμηρίωτες πληροφορίες: ιστορική/λογοτεχνική ~. Αυτή είναι η μοναδική αλήθεια, τα υπόλοιπα αποτελούν ~ες. Πβ. κουτσομπολιό. Βλ. -λογία.
  • ανεκδοτολογικός , ή, ό [ἀνεκδοτολογικός] α-νεκ-δο-το-λο-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ανεκδοτολογία ή το ανέκδοτο: ~ή: αφήγηση. ~ά: επεισόδια/κείμενα. Απόσπασμα ~ού περιεχομένου. Πλήθος ~ού και βιογραφικού υλικού για τη ζωή (κάποιου). Πληροφορίες ~ού χαρακτήρα. ΣΥΝ. ανεκδοτικός ● επίρρ.: ανεκδοτολογικά [< γαλλ. anecdotique, αγγλ. anecdot(ic)al]
  • ανεκδοτολόγος [ἀνεκδοτολόγος] α-νεκ-δο-το-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): πρόσωπο που του αρέσει να λέει ανέκδοτα, που τα αφηγείται καλά. Βλ. χρονογράφος, -λόγος. [< γαλλ. anecdotier]
  • ανέκδοτος , η, ο [ἀνέκδοτος] α-νέκ-δο-τος επίθ.: που δεν έχει δημοσιευτεί, κυκλοφορήσει στο ευρύ κοινό: ~η: αλληλογραφία/(αυτο)βιογραφία/διατριβή. ~ο: βιβλίο/(λογοτεχνικό) έργο/(φωτογραφικό) υλικό. ~οι: στίχοι. ~ες: επιγραφές/σημειώσεις. ~α: ποιήματα/χειρόγραφα. Πβ. αδημοσίευτος, ατύπωτος.|| ~ες: ηχογραφήσεις/συνθέσεις. Πβ. ακυκλοφόρητος.|| (για πρόσ. του οποίου το έργο παραμένει ~ο) ~ος: ποιητής/συγγραφέας. ΑΝΤ. εκδομένος ● βλ. ανέκδοτο [< μτγν. ἀνέκδοτος]

ανέκδοτο

ανέκδοτο [ἀνέκδοτο] α-νέκ-δο-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ότου} 1. σύντομη συνήθ. διήγηση κωμικού περιεχομένου: έξυπνο/κουφό/κρύο/ξεκαρδιστικό/χαριτωμένο ~. Πικάντικα/σόκιν ~α. Το έχω ξανακούσει/ξέρω αυτό το ~. Του αρέσει να λέει ~α. Πβ. αστείο. 2. γεγονός, επεισόδιο ή σκηνή ιστορικού ή βιογραφικού χαρακτήρα που δεν τεκμηριώνεται από τις πηγές: ιστορικό ~. ● Υποκ.: ανεκδοτάκι (το) ● ΦΡ.: από άλλο ανέκδοτο (προφ.-χιουμορ.): για κάποιον ή κάτι άσχετο: Αυτός είναι (βγαλμένος) ~ ~. Άλλο είναι το θέμα μας, αυτό που λες εσύ είναι ~ ~. Πβ. άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο., το πιο σύντομο ανέκδοτο (προφ.): για να σχολιαστεί ειρωνικά μια πρόταση, δήλωση, κατάσταση: Μεταρρυθμίσεις,~ ~. ● βλ. ανέκδοτος [< μτγν. ἀνέκδοτα '(έργα) που δεν έχουν εκδοθεί', γαλλ.-αγγλ. anecdote]

ανέκδοτος

ανέκδοτος, η, ο [ἀνέκδοτος] α-νέκ-δο-τος επίθ.: που δεν έχει δημοσιευτεί, κυκλοφορήσει στο ευρύ κοινό: ~η: αλληλογραφία/(αυτο)βιογραφία/διατριβή. ~ο: βιβλίο/(λογοτεχνικό) έργο/(φωτογραφικό) υλικό. ~οι: στίχοι. ~ες: επιγραφές/σημειώσεις. ~α: ποιήματα/χειρόγραφα. Πβ. αδημοσίευτος, ατύπωτος.|| ~ες: ηχογραφήσεις/συνθέσεις. Πβ. ακυκλοφόρητος.|| (για πρόσ. του οποίου το έργο παραμένει ~ο) ~ος: ποιητής/συγγραφέας. ΑΝΤ. εκδομένος ● βλ. ανέκδοτο [< μτγν. ἀνέκδοτος]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

χρονογράφος

χρονογράφος χρο-νο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. συγγραφέας χρονογραφίας: μεσαιωνικός ~. Βλ. ιστορικός. ΣΥΝ. χρονικογράφος 2. (κυρ. παλαιότ.) συντάκτης χρονογραφήματος: (τακτικός) ~ εφημερίδας/περιοδικού. Βλ. -γράφος, κριτικός. [< 1: μτγν. χρονογράφος, γαλλ. chronographe, αγγλ. chronographer 2: γαλλ. chroniqueur]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.