ανέρχομαι [ἀνέρχομαι] α-νέρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {ανήλθα, να/θα ανέλθω, ανέλθει, μτχ. ανερχ-όμενος} (απαιτ. λεξιλόγ.) ΣΥΝ. ανεβαίνω 1. κινούμαι προς τα πάνω ή προς ψηλότερο σημείο· (μτφ.) εξελίσσομαι, προοδεύω, αποκτώ υψηλή θέση ή αξίωμα: ~ στο βήμα. Η στάθμη της θάλασσας ανήλθε. Η θερμοκρασία θα ανέλθει σταδιακά.|| Ανήλθε στην τρίτη θέση της διεθνούς κατάταξης. Ανήλθε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας. Χρησιμοποιεί κάθε μέσο, για να πλουτίσει και να ανέλθει επαγγελματικά/κοινωνικά/οικονομικά (πβ. αναρριχώμαι, προάγομαι). ~όμενος: κλάδος/πολιτικός. ~όμενη: δύναμη. ~όμενο: ταλέντο. Είναι ταχύτατα ~όμενος. ΑΝΤ. κατεβαίνω (1), κατέρχομαι 2. {στο γ' πρόσ.} (+ σε) (μτφ.) (για αριθμητικό ποσό ή ποσοστό) φτάνω σε κάποιο ύψος: Η δαπάνη/ο όγκος των συναλλαγών/η τιμή πώλησης/ο φόρος ~εται σε ... Στα δύο δισ. ευρώ ~εται το κόστος των ... Ο συνολικός προϋπολογισμός ~εται στα ... ευρώ. Ο αστικός πληθυσμός ~εται στο 57% του συνολικού πληθυσμού. Οι εισφορές/τα έξοδα/τα κέρδη ~ονται σε ... Στο 4% ανήλθε ο πληθωρισμός. Αμοιβή ~όμενη σε ... ευρώ. Πβ. φτάνω. ● ΣΥΜΠΛ.: ανερχόμενο αστέρι βλ. αστέρι [< 1: αρχ. ἀνέρχομαι 2: γαλλ. s' élever]
αστέρι
αστέρι [ἀστέρι] α-στέ-ρι ουσ. (ουδ.) {αστερ-ιού | -ιών} 1. ΑΣΤΡΟΝ. καθένα από τα άπειρα ουράνια σώματα που είναι ορατά από τη Γη κατά τη διάρκεια της νύχτας ως μικρά φωτεινά σημεία στον ουρανό: λαμπερό/μακρινό/φεγγοβόλο/φωτεινό ~. ~ που τρεμοπαίζει/τρεμοσβήνει. Ένα ~ πέφτει. Το ~ του Βορρά (= ο Πολικός Αστέρας). Βραδιά γεμάτη ~ια. Βροχή/σύμπλεγμα ~ιών. Το φεγγάρι και τ' ~ια. Κοιμήθηκα κάτω από τ' ~ια (: κάτω από τον έναστρο ουρανό). (συνεκδ.) Ταξίδι στ' ~ια (= στο Διάστημα). Πβ. αστέρας, άστρο. Βλ. αστερισμός.|| (μτφ.) Ένα τυχερό ~ που μας ακολουθεί/μας συντροφεύει. Τραγούδια που σε ανεβάζουν ως τα ~ια (= σε μαγεύουν, σε σαγηνεύουν).|| (ως οικ. προσφών.-χαϊδευτ.) ~ μου!2. αντικείμενο που έχει το συμβατικό σχήμα του παραπάνω ουράνιου σώματος (συνήθ. τρεις ή περισσότερες τριγωνικές αιχμηρές απολήξεις εκτεινόμενες ακτινοειδώς από το κέντρο) και χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό ή ως σύμβολο: χριστουγεννιάτικο ~. Δέντρο στολισμένο με ~ια και φωτάκια. Κόσμημα/μπισκότα σε σχήμα ~ιού. Κερί-/πιάτο-~.|| Αξιωματικός του στρατού με τρία ασημένια ~ια στον ώμο (= λοχαγός).|| (μτφ., σε δοκιμή πρόσκρουσης) Αυτοκίνητο που απέσπασε/έλαβε πέντε ~ια (= άριστη, κορυφαία βαθμολογία) για την ασφάλεια που προσφέρει. 3. (μτφ.) πρόσωπο, συνήθ. καλλιτέχνης ή αθλητής, που διαπρέπει στον τομέα του και έχει μεγάλη φήμη: κινηματογραφικό/ποδοσφαιρικό/πολιτικό ~ (πβ. άστρο). Ένα ~ ανατέλλει/γεννιέται. Μεγάλα ~ια του μπάσκετ. Πβ. σταρ.|| ~ (= άριστος/άσος) στα μαθηματικά. Είσαι ~, σε παραδέχομαι! ● Υποκ.: αστεράκι (το):Πβ. αστράκι. ● ΣΥΜΠΛ.: ανερχόμενο αστέρι & ανερχόμενος αστέρας: πρόσωπο που ακολουθεί ανοδική πορεία σε έναν χώρο, συνήθ. καλλιτεχνικό ή αθλητικό: ~ ~ της όπερας/του στίβου. ~ ~ στον χώρο της μόδας. [< γαλλ. étoile montante] , απλανής (αστέρας) βλ. αστέρας, άστρο/αστέρας νετρονίων βλ. αστέρας ● ΦΡ.: βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, έχω άστρο/αστέρι βλ. άστρο [< 1,2: μεσν. αστέρι, γαλλ. étoile 3: αγγλ. star, γαλλ. étoile]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.