Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αναίσθητος , η, ο [ἀναίσθητος] α-ναί-σθη-τος επίθ. 1. ΙΑΤΡ. που παρουσιάζει απώλεια των αισθήσεων: Έπεσε ~ στο έδαφος. Την βρήκαν (σχεδόν) ~η στο πάτωμα. Με ένα χτύπημα τον άφησαν/τον έριξαν ~ο. ΣΥΝ. λιπόθυμος 2. (μτφ.) αδιάφορος, ασυγκίνητος, άσπλαχνος: κοινωνικά ~. Σα δε ντρέπεται, ο ~! Τόσο ~ είσαι; Πβ. ανάλγητος, απαθής, άπονος, χοντρόπετσος, ψυχρός.|| ~η: συμπεριφορά. ΑΝΤ. ευαίσθητος (1) [< 1: αρχ. ἀναίσθητος 2: αρχ. ~, γαλλ. insensible]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.