Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αναγκάζω [ἀναγκάζω] α-να-γκά-ζω ρ. (μτβ.) {ανάγκα-σα, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, -σμένος, αναγκάζ-οντας, -όμενος}: πιέζω, υποχρεώνω κάποιον να κάνει κάτι, συνήθ. παρά τη θέλησή του: Η κρισιμότητα της κατάστασης με ~ει να πάρω αμέσως αποφάσεις. Αν δεν θες να το κάνεις, κανένας δεν σε ~ει/δεν μπορεί να σε ~σει (= να σου το επιβάλει). Τον ~σαν σε παραίτηση. Μη με ~εις να σου μιλήσω άσχημα! Πβ. κατ~. ΣΥΝ. εξαναγκάζω, εξωθώ (1) ● βλ. αναγκασμένος [< αρχ. ἀναγκάζω, γαλλ. forcer]

αναγκασμένος

αναγκασμένος, η, ο [ἀναγκασμένος] α-να-γκα-σμέ-νος επίθ.: υποχρεωμένος: νομικώς ~ να ... Είμαι ~ος (= αναγκάζομαι) να κάνω δύο δουλειές, για να τα βγάλω πέρα. Δεν είσαι ~η να έρθεις, αν δεν θέλεις. ● βλ. αναγκάζω [< αρχ. ἠναγκασμένος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.