Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανακοπή [ἀνακοπή] α-να-κο-πή ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. αιφνίδια παύση της καρδιακής λειτουργίας: θάνατος από ~. Έπαθε/πέθανε από/υπέστη καρδιακή ~/~ της καρδιάς. Πβ. καρδιακή προσβολή. Βλ. έμφραγμα, μαρμαρυγή, συγκοπή. 2. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανακόπτω: (βίαιη) ~ της ανάπτυξης/της εξέλιξης/της (ανοδικής) πορείας. Προσπάθεια ~ής της παρακμής. Πβ. ανάσχεση, αναχαίτιση, διακοπή, παρεμπόδιση, σταμάτημα.|| (ΜΗΧΑΝ.) Θερμοκρασία/σημείο/πίεση ~ής. 3. ΝΟΜ. ένδικο μέσο που στοχεύει στην ακύρωση πρωτοβάθμιας δικαστικής απόφασης: πτωχευτική ~. ~ (κατά) αναγκαστικής εκτέλεσης/διαταγής πληρωμής/κατάσχεσης/πλειστηριασμού. ~ ενώπιον του Δικαστηρίου. Άσκηση/εκδίκαση/κατάθεση/πράξη ~ής. Δικόγραφο ~ής. Αποφάσεις επί ~ών. Βλ. αγωγή, έφεση, προσφυγή, τριτ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ανακοπή ερημοδικίας: ΝΟΜ. ένδικο μέσο για την ακύρωση καταδικαστικής απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου: απόρριψη ~ής ~. [< 1: γαλλ. inhibition 2: μτγν. ἀνακοπή 3: γαλλ. opposition]

αγωγή

αγωγή [ἀγωγή] α-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική διαδικασία για την ψυχική, πνευματική μόρφωση και σωματική διάπλαση του ανθρώπου, εκπαίδευση, κατάρτιση σε ένα ορισμένο αντικείμενο ή ανατροφή: αισθητική/διαπολιτισμική/εικαστική/ελληνική/επαγγελματική/ηθική/θεατρική/θρησκευτική/καλλιτεχνική/κοινωνική/μουσειακή/πολυπολιτισμική/προγεννητική (: προετοιμασία για τον γονεϊκό ρόλο)/προσχολική/στρατιωτική/συμβουλευτική/συναισθηματική/υποχρεωτική/χριστιανική ~. ~ νου και ψυχής (πβ. γαλούχηση). ~ του καταναλωτή. Προβλήματα ~ής και παιδείας (πβ. διαπαιδαγώγηση).|| (για άνθρωπο:) με/χωρίς ~ (: με καλή ανατροφή/ανάγωγος). Έχει λάβει ~/στερείται ~ής από το σπίτι. Έδωσε καλή ~ στα παιδιά του. Βλ. δι~. 2. ΝΟΜ. αίτηση δικαστικής προστασίας με σκοπό την ικανοποίηση προσβαλλόμενου δικαιώματος και συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο υποβάλλεται η ανωτέρω αίτηση (το δικόγραφό της): δικαστική/ένδικη/ποινική ~. ~ διαζυγίου/έξωσης (λόγω ιδιοχρησίας). ~ για ηθική βλάβη/καταβολή αποζημίωσης/συκοφαντική δυσφήμιση. ~ εναντίον/κατά/σε βάρος (κάποιου). Ασκώ/εγείρω/κάνω (πβ. ενάγω)/καταθέτω/κινώ/προβαίνω σε/προχωρώ σε/υποβάλλω ~. Απορρίπτεται/γίνεται δεκτή/κοινοποιείται/συζητείται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο η ~. Αξίωσε με ~ την αναγνώριση της πατρότητας. Βλ. αναφορά, αντ~, καταγγελία, μήνυση, προσ~. 3. ΙΑΤΡ. συστηματική αντιμετώπιση ενός προβλήματος υγείας: αντιμικροβιακή/αντιπηκτική/εναλλακτική/θεραπευτική/ιατροφαρμακευτική/παρηγορητική/προληπτική/συντηρητική/φαρμακευτική ~. ~ για αντιμετώπιση επιπλοκών/οστεοπόρωση/υπέρταση. Ο γιατρός όρισε ~ με δίαιτα/φάρμακα. Πβ. θεραπεία, κούρα. 4. ΦΥΣ. μετάδοση ενέργειας μέσα από ένα υλικό μέσο: ~ ηλεκτρισμού/θερμότητας. Βλ. αγώγιμος, εισ~, εξ~, περι~. ● ΣΥΜΠΛ.: αγωγή κακοδικίας: ΝΟΜ. που ασκεί κάποιος εναντίον δικαστικού λειτουργού ή δικηγόρου για ζημία σε βάρος του, λόγω αμέλειας ή παραδρομής κατά την άσκηση των καθηκόντων του: Δικαστήριο Αγωγών ~., αγωγή του πολίτη & Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή: σχολικό μάθημα και βιβλίο που αναφέρεται στη λειτουργία της κοινωνίας και τη διοίκηση των δήμων, καθώς και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών., αγωγή υγείας: δραστηριότητα που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσω της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης σε θέματα υγείας: προγράμματα ~ής ~ στα σχολεία., γλωσσική αγωγή: που στοχεύει στην καλλιέργεια της γλώσσας και συγκεκριμένα του προφορικού λόγου, της ακρόασης, της ανάγνωσης και της γραφής: ~ ~ στο νηπιαγωγείο. Αξιοποίηση των υπολογιστών στη ~ ~., ειδική αγωγή/εκπαίδευση: αγωγή ατόμων που αποκλίνουν σε σημαντικό βαθμό διανοητικά, σωματικά, κοινωνικά ή συναισθηματικά από αυτόν που θεωρείται φυσιολογικός: ~ ~ κωφών. ~ ~ και αυτισμός. [< αγγλ. special education, 1921] , κυκλοφοριακή αγωγή: που αποσκοπεί στην εκμάθηση της σωστής οδικής κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών: ~ ~ παιδιών ηλικίας ως δώδεκα ετών., περιβαλλοντική αγωγή: διαδικασία που οδηγεί στην ανάπτυξη ικανοτήτων και στάσεων απαραίτητων για την κατανόηση και την εκτίμηση της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο, τον πολιτισμό του και το βιοφυσικό περιβάλλον και κυρ. την προστασία του τελευταίου: οικολογική παιδεία και ~ ~. Βιώσιμη ανάπτυξη με την ~ ~. Ευαισθητοποίηση των μαθητών σε θέματα ~ής ~ής. [< αγγλ. environmental education] , πολιτική αγωγή: ΝΟΜ. (σε ποινικό δικαστήριο) αξιώσεις αστικής φύσεως (για αποζημίωση, αποκατάσταση, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης), όπως και ποινικές, οι οποίες προκύπτουν από έγκλημα· ειδικότ. ο παθών ή κυρ. καταχρ. ο δικηγόρος του παθόντος: Ο εκπρόσωπος/ο συνήγορος της ~ής ~ής. Οι συγγενείς των θυμάτων μπορούν να παραστούν στο δικαστήριο ως ~ ~., σεξουαλική αγωγή/διαπαιδαγώγηση: που έχει ως στόχο την εξοικείωση με τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου, με θέματα ανατομίας και υγιεινής και την ενημέρωση σχετικά με την αντισύλληψη και την αναπαραγωγή: ~ ~ στα σχολεία. Διαφυλικές σχέσεις/έφηβοι και ~ ~. [< αγγλ. sex(ual) education, 1920, γαλλ. éducation sexuelle] , φυσική/σωματική/αθλητική αγωγή: σύνολο κινητικών και αισθητικών δραστηριοτήτων που αποβλέπουν στη βιολογική, κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και την καλλιέργεια της συνεργασίας, της ομαδικότητας και της πειθαρχίας, γυμναστική· ειδικότ. το αντίστοιχο σχολικό μάθημα: ~ ~ των νέων/στο σχολείο. Βλ. αθλητισμός.|| Διδάσκω/σπούδασε ~ ~. [< αγγλ. physical education] , αναγνωριστική αγωγή βλ. αναγνωριστικός, αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αντισταθμιστικός, διεκδικητική αγωγή βλ. διεκδικητικός, καταψηφιστική αγωγή βλ. καταψηφιστικός, ρυθμική αγωγή βλ. ρυθμικός ● ΦΡ.: αγωγή περί κλήρου βλ. κλήρος [< 1: αρχ. ἀγωγή, 2: μτγν. 3: γαλλ. procès, 4: αγγλ. conduction]

έμφραγμα

έμφραγμα [ἔμφραγμα] έμ-φραγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΙΑΤΡ. ισχαιμική νέκρωση τμήματος του μυοκαρδίου, που οφείλεται σε αιφνίδια απόφραξη στεφανιαίας αρτηρίας: οξύ ~. Αιτίες (: αθηροκλήρωση, αιμορραγία, εμβολή, σπασμός των στεφανιαίων)/διάγνωση (: με ηλεκτροκαρδιογράφημα)/ενδείξεις (: ακανόνιστος καρδιακός χτύπος, δύσπνοια, εφίδρωση, πόνος στην άνω κοιλιακή χώρα συνήθ. με εμετό, σφίξιμο στο στήθος)/επιπλοκές (: ανεύρυσμα, αρρυθμίες, θρομβοεμβολικό επεισόδιο, καρδιακή ανεπάρκεια, ρήξη θηλοειδών μυών)/θεραπεία (: θρομβολυτικά φάρμακα, μπαλόνι, στεντ)/προδιαθεσικοί παράγοντες (: ηλικία, ιστορικό, καθιστική ζωή, κάπνισμα, παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης, στρες, υπέρταση) ~ατος. Έπαθε/πέρασε ~. Βλ. ανακοπή, εγκεφαλικό, κολπική μαρμαρυγή. 2. (μτφ.) απότομη διακοπή ή εμπλοκή, συνήθ. εξαιτίας μεγάλης ζήτησης ή συσσώρευσης: ~ στη διάθεση του πετρελαίου. ● ΣΥΜΠΛ.: έμφραγμα του μυοκαρδίου βλ. μυοκάρδιο, κυκλοφοριακή συμφόρηση βλ. κυκλοφοριακός [< αρχ. ἔμφραγμα ‘φραγμός, εμπόδιο’, γαλλ. infarctus]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.