Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αναμάρτητος , η, ο [ἀναμάρτητος] α-να-μάρ-τη-τος επίθ.: (κυρ. σε εκκλησιαστικά κείμενα) που δεν διαπράττει ή δεν έχει διαπράξει αμαρτήματα και γενικότ. σφάλματα. Πβ. ακριμάτιστος, αλάθητος. ΑΝΤ. αμαρτωλός ● επίρρ.: αναμάρτητα ● ΦΡ.: ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω (ΚΔ-λόγ.): ως προτροπή σε κάποιον, προτού κατηγορήσει ή κρίνει κάποιον άλλο, να αναλογιστεί τα δικά του λάθη., ουδείς αναμάρτητος: όλοι έχουν υποπέσει σε κάποιο σφάλμα: Και αν έκανες ένα λαθάκι, τι πειράζει; ~ ~! [< αρχ. ἀναμάρτητος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.