Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αναμόχλευση [ἀναμόχλευση] α-να-μό-χλευ-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναμοχλεύω: (μτφ.) ~ των παθών και των προκαταλήψεων/των προβλημάτων/της υπόθεσης. Πβ. ανα-ζωπύρωση, -θέρμανση, -κίνηση, υποδαύλιση.|| (σπάν. κυριολ.) ~ του εδάφους (π.χ. με γεωργικό μηχάνημα, τσουγκράνα, φρέζα). [< μτγν. ἀναμόχλευσις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.