Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αναξιοπρέπεια [ἀναξιοπρέπεια] α-να-ξι-ο-πρέ-πει-α ουσ. (θηλ.): η συμπεριφορά του αναξιοπρεπούς: Ήταν μεγάλη ~ από μέρους σου να του ζητήσεις χρήματα. ΣΥΝ. μικροπρέπεια, μικρότητα (1) ΑΝΤ. αξιοπρέπεια [< μεσν. αναξιοπρέπεια]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.