Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αναπηδώ [ἀναπηδῶ] α-να-πη-δώ ρ. (αμτβ.) {αναπηδ-άς ... | αναπήδ-ησα, -ώντας} & αναπηδάω ΣΥΝ. ξεπηδώ 1. τινάζομαι προς τα πάνω ή προς τα πίσω: ~ησε ξαφνιασμένος/τρομαγμένος.|| Από την πληγή ~ούσε το αίμα. Πβ. αναβλύζω.|| (μτφ.) Μόλις την είδε, η καρδιά του ~ησε (: σκίρτησε). ΣΥΝ. πετάγομαι (1) 2. (μτφ.) προκύπτω ξαφνικά, εμφανίζομαι: Ιδέα που ~ησε μέσα από συνεχείς συζητήσεις. [< αρχ. ἀναπηδῶ, γαλλ. rebondir]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.