Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αναπηρία [ἀναπηρία] α-να-πη-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση ενός ατόμου, η οποία χαρακτηρίζεται από έλλειψη ή μείωση της λειτουργικότητας σε έναν ή περισσότερους τομείς της ζωής του, λόγω σωματικής, ψυχικής ή νοητικής βλάβης ή απουσίας μέλους ή οργάνου: απόλυτη/ελαφρά/μέτρια/πλήρης/σοβαρή (/βαριά) ~. Μερική/ολική/πολλαπλή ~ (πβ. ανικανότητα). Ακουστική (= κώφωση)/(δια)νοητική (= υστέρηση)/οπτική (= τύφλωση) ~. Άτομα με ~ (ακρ. ΑμεΑ). Βαθμός/επίδομα/πιστοποιητικό/ποσοστό ~ας. Πβ. κουσούρι, σακατιλίκι. Βλ. αρτιμέλεια. 2. (μτφ.) ανεπάρκεια, δυσλειτουργία (κυρ. κοινωνικής δομής, θεσμού ή συστήματος). ● ΣΥΜΠΛ.: κάρτα αναπηρίας & κάρτα λειτουργικότητας: πιστοποιητικό βεβαίωσης της αναπηρίας του κατόχου του, καθώς και του βαθμού της, ώστε να καθίσταται δικαιούχος διευκολύνσεων, ενισχύσεων και μέριμνας από την πλευρά της Πολιτείας. [< αγγλ. disabled/disablitiy card] , αναπηρική σύνταξη βλ. αναπηρικός, κινητική αναπηρία βλ. κινητικός, νοητική/διανοητική (καθ)υστέρηση/αναπηρία βλ. υστέρηση [< αρχ. ἀναπηρία ‘ακρωτηριασμός, σακάτεμα’, γαλλ. invalidité, αγγλ. disability]

αναπηρικός

αναπηρικός, ή, ό [ἀναπηρικός] α-να-πη-ρι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αναπηρία, κυρ. την κινητική: ~ή: καρέκλα/πολυθρόνα.|| ~ό: αυτοκίνητο/καρότσι. Πβ. ορθοπαιδικός. ● ΣΥΜΠΛ.: αναπηρική σύνταξη & σύνταξη αναπηρίας: η οποία χορηγείται σε άτομα που, λόγω αναπηρίας, αδυνατούν να ασκήσουν ή να συνεχίσουν την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος: ~ ~ από εργατικό ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια. Παραπληγικό επίδομα και ~ ~. [< αγγλ. disability pension] , (αναπηρικό) αμαξίδιο βλ. αμαξίδιο

αρτιμέλεια

αρτιμέλεια [ἀρτιμέλεια] αρ-τι-μέ-λει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): σωματική ακεραιότητα: ~ του εμβρύου. Ιατρική βεβαίωση υγείας και ~ας. Πβ. φυσική καταλληλότητα. Βλ. αναπηρία.

κινητικός

κινητικός, ή, ό κι-νη-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την κίνηση συνήθ. του ανθρώπινου σώματος: ~ή: αγωγή/αποκατάσταση/θεραπεία (βλ. κινησιοθεραπεία). ~ές: δεξιότητες/ικανότητες/λειτουργίες. Αντιμετωπίζει ~ά προβλήματα. Βλ. ηλεκτρο~, μουσικο~, οπτικο~, τηλε~, ψυχο~.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: νευρώνας/φλοιός. ~ά: νεύρα. Κακώσεις του ~ού συστήματος. Βλ. αγγειο~, βιο~, ισο~, οφθαλμο~, φαρμακο~. 2. που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, εξαιρετικά δραστήριος: ακούραστος και ~/~ότατος (παρά την ηλικία του). Πβ. αεικίνητος, ακμαίος, ζωηρός. Βλ. παρα~, υπερ~, υπο~. ΑΝΤ. αδρανής, νωθρός. ● επίρρ.: κινητικά ● ΣΥΜΠΛ.: κινητική αναπηρία: ΙΑΤΡ. ανεπάρκεια που επηρεάζει τη φυσιολογική κίνηση ενός ανθρώπου στις δραστηριότητες της καθημερινής του ζωής: βαριά/σοβαρή ~ ~. Ειδικές ράμπες που διευκολύνουν την πρόσβαση των ατόμων με ~ ~ στα λεωφορεία. Απασχόληση/κοινωνική ένταξη ανθρώπων με ~ές ~ες. Βλ. παράλυση, παραπληγία., κινητική ενέργεια: ΦΥΣ. που έχει ένα σώμα, όταν κινείται. Βλ. θερμική ενέργεια., κινητική τέχνη: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. είδος αφηρημένης τέχνης που αξιοποιεί την κίνηση για να προκαλέσει αισθητική εντύπωση. [< γαλλ. art cinétique, 1920] , κινητικό γλυπτό: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. τρισδιάστατη κατασκευή με εξαρτήματα που τίθενται σε κίνηση με μηχανικό ή φυσικό (από τον άνεμο) τρόπο. [< αγγλ. kinetic sculpture, 1957] , τελική κινητική πλάκα βλ. πλάκα [< αρχ. κινητικός ‘αυτός που (υπο)κινεί, κινητός’, γαλλ. cinétique, αγγλ. cinetic]

υστέρηση

υστέρηση [ὑστέρηση] υ-στέ-ρη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. αργοπορία, καθυστέρηση· ελλιπής πρόοδος, μειονεκτική θέση: θεσμική/πολιτισμική/τεχνολογική/χρονική ~. ~ στην εκτέλεση έργων.|| ~ της ανταγωνιστικότητας. Εμφανίστηκε/παρατηρήθηκε δραματική/σοβαρή/τεράστια ~ στα δημόσια έσοδα.|| Αγροτικές περιοχές παρουσιάζουν ~ στην ανάπτυξη. Η χώρα έχει σημαντικές ~ήσεις σε βασικά θέματα. Πβ. μειονεκτικότητα. 2. ΦΥΣ. καθυστέρηση στην εκδήλωση ενός αποτελέσματος σε σχέση με την αιτία που το προκαλεί, όταν αλλάζουν οι δυνάμεις, ιδ. οι μαγνητικές, που ασκούνται πάνω σε ένα σώμα: μαγνητική ~. ~ φάσης.|| Απώλειες ~ης (: απώλειες θερμότητας λόγω των μαγνητικών ιδιοτήτων του σιδηρομαγνητικού κυκλώματος). Βρόχος ~ης (: είδος γραμμικής παράστασης που αποτυπώνει το φαινόμενο της μαγνητικής ~ης). ● ΣΥΜΠΛ.: νοητική/διανοητική (καθ)υστέρηση/αναπηρία & αναπτυξιακή/ψυχοκινητική (καθ)υστέρηση: ΙΑΤΡ. γενική νοητική ικανότητα σημαντικά χαμηλότερη του μέσου όρου, που συνδυάζεται με διαταραχές στην προσαρμοστική συμπεριφορά και εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης: βαριά/ελαφρά/σοβαρή ~ ~. Ειδική εκπαίδευση ατόμων/παιδιών με ~ ~. Πβ. ιδιωτεία, κατωτερότητα, μειονεξία, μωρία. Βλ. σύνδρομο ντάουν. [< αγγλ. mental retardation, 1901, intellectual disability, γαλλ. retard mental] [< 1: μτγν. ὑστέρησις 2: γαλλ. hystérésis, αγγλ. hysteresis]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.