αναρτώ [ἀναρτῶ] α-ναρ-τώ ρ. (μτβ.) {αναρτ-άς ... | ανάρτ-ησα, -άται, -ώνται, -ήθηκε, -ημένος (λόγ.) ανηρτημένος} (επίσ.): (συνήθ. για γραπτή κοινοποίηση, αφίσα ή πανό) κρεμώ· κατ' επέκτ. ανακοινώνω: ~ήθηκαν στα λύκεια οι βαθμολογίες των μαθητών.|| (για καταχωρήσεις στο διαδίκτυο) Οι οικονομικές καταστάσεις έχουν ~ηθεί στην ιστοσελίδα της εταιρείας. ● βλ. αναρτημένος [< αρχ. ἀναρτῶ]
αναρτημένος
αναρτημένος, η, ο [ἀναρτημένος] α-ναρ-τη-μέ-νος επίθ. & (λόγ.) ανηρτημένος (επίσ.): που έχει αναρτηθεί: ~ος: κανονισμός/τιμοκατάλογος. ~η: ανακοίνωση (= πόστερ). Το πρόγραμμα είναι ~ο στον πίνακα της Γραμματείας.|| (κατ' επέκτ. για καταχωρήσεις στο διαδίκτυο:) Η αίτηση συμμετοχής βρίσκεται ~η στην ιστοσελίδα ...|| ~ από την οροφή/τον τοίχο (ΣΥΝ. κρεμασμένος). ● βλ. αναρτώ
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.