Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αναστήλωση [ἀναστήλωση] α-να-στή-λω-ση ουσ. (θηλ.) & (αδόκ.) αναστύλωση: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αναστηλώνω: ~ της Ακρόπολης/του Παρθενώνα. Έργα συντήρησης και ~ης. Πβ. ανάπλαση, ανοικοδόμηση, ανόρθωση.|| (μτφ.) ~ της δημοκρατίας (= αποκατάσταση). ● ΣΥΜΠΛ.: η αναστήλωση των (ιερών) εικόνων: ΙΣΤ. επαναφορά της λατρείας τους από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως το 843 μ.Χ., μετά τη λήξη της εικονομαχίας. Βλ. εικονολατρία, Κυριακή της Ορθοδοξίας. [< μτγν. ἀναστήλωσις, γαλλ. restauration]

εικονολατρία

εικονολατρία [εἰκονολατρία] ει-κο-νο-λα-τρί-α ουσ. (θηλ.) (συχνά αδόκ. εικονολατρεία) 1. (μτφ.) αποθέωση της εικόνας στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία: σύγχρονη ~. ~ των καναλιών. Βλ. -λατρία. 2. ΙΣΤ. η λατρεία των ιερών εικόνων και η θεολογική άποψη που υποστήριζε τη λατρευτική τους χρήση και τους απέδιδε θαυματουργές ιδιότητες. Βλ. αναστήλωση των (ιερών) εικόνων. [< γαλλ. iconolâtrie, αγγλ. iconolatry]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.