Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αναστοχαστικός , ή, ό [ἀναστοχαστικός] α-να-στο-χα-στι-κός επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που σχετίζεται με τον αναστοχασμό: ~ή: διάθεση/θεώρηση/ικανότητα/σκέψη. Κριτική ~ή ανάλυση (βλ. αυτοπαρατήρηση). Συζήτηση με ~ό χαρακτήρα. Πβ. ενδοσκοπ-, συλλογιστ-ικός. ● επίρρ.: αναστοχαστικά [< γαλλ. réflectif]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.