Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανατέμνω [ἀνατέμνω] α-να-τέ-μνω ρ. (μτβ.) {συνήθ. στο γ' πρόσ.} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) εξετάζω και αναλύω διεξοδικά: Βιβλίο που ~ει πολιτικές έννοιες/τη ζωή και το έργο κάποιου/την (κοινωνικοπολιτική) πραγματικότητα. 2. (σπάν.) κάνω τομή σε νεκρό σώμα με στόχο τη μελέτη του. [< 1: γαλλ. disséquer 2: αρχ. ἀνατέμνω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.