Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • αναχρονισμός [ἀναχρονισμός] α-να-χρο-νι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. προσκόλληση σε παρωχημένες, ξεπερασμένες και κατ' επέκτ. συντηρητικές αντιλήψεις που δεν συμβαδίζουν με το πνεύμα της σύγχρονης εποχής: ιδεολογικός/κοινωνικός/πολιτικός ~. Πβ. οπισθοδρομικότητα, συντηρητισμός. ΑΝΤ. εκσυγχρονισμός, μοντερνισμός (1), νεωτερισμός 2. (κυρ. στην τέχνη και την επιστήμη) εσφαλμένη χρονολόγηση ή απόδοση χαρακτηριστικών μιας εποχής σε άλλη: ιστορικοί ~οί. ~οί στα έπη. [< μτγν. ἀναχρονισμός, γαλλ. anachronisme, αγγλ. anachronism]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.