Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανδρεία [ἀνδρεία] αν-δρεί-α ουσ. (θηλ.) & αντρεία: η ιδιότητα του ανδρείου: απαράμιλλη ~. Αριστείο/μετάλλιο/παράδειγμα/σύμβολο ~ας. Επέδειξαν εξαιρετική/μεγάλη ~. Διακρίθηκαν για την ~ τους. Υπέστη όλα του τα βάσανα με ~, θάρρος και υπομονή. Πβ. αντρειοσύνη, γενναιότητα, γενναιο-, ευ-ψυχία, ηρωισμός, παλικαριά. ΑΝΤ. ανανδρία, δειλία, λιποψυχία [< αρχ. ἀνδρεία]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.