Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανείπωτος , η, ο [ἀνείπωτος] α-νεί-πω-τος επίθ.: που δεν μπορεί να εκφραστεί, να περιγραφεί με λόγια ή δεν έχει ειπωθεί: ~ος: πόνος (πβ. αφόρητος). ~η: δυστυχία (= πολύ μεγάλη)/θλίψη/καταστροφή/οδύνη/σκληρότητα/τραγωδία. ~ο: δράμα. ~α: βάσανα/εγκλήματα. Στιγμές ~ης ευτυχίας/χαράς. Με ~ο θράσος. Πβ. ανεκδιήγητος, απερίγραπτος, άρρητος, άφατος, άφραστος.|| ~η: αλήθεια. (ΑΝΤ. ειπωμένη). ~ο: μυστικό (= κρυφό). ~οι: πόθοι/φόβοι (= ανομολόγητοι). ~α: συναισθήματα (= ανέκφραστα).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.