Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανεικονικός , ή, ό [ἀνεικονικός] α-νει-κο-νι-κός επίθ. (επιστ.): που δεν χρησιμοποιεί εικόνες ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης, διδασκαλίας, λατρείας: ~ή: διακόσμηση. ~ές: παραστάσεις/τοιχογραφίες.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) ~ή: ζωγραφική/τέχνη (: στην οποία απουσιάζουν οι ανθρώπινες μορφές, τα πρόσωπα). ΑΝΤ. εικονικός (3), εικονιστικός [< αγγλ. aniconic, γαλλ. aniconique]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.