Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανεκτικός , ή, ό [ἀνεκτικός] α-νε-κτι-κός επίθ. & (σπάν.-προφ.) ανεχτικός: που χαρακτηρίζεται από (μεγάλη) ανοχή: ~ή: διάθεση/κοινωνία/νομοθεσία/στάση. ~ απέναντι στο διαφορετικό/στους ξένους (ΑΝΤ. μισαλλόδοξος). Είναι ~ή με τους άλλους/μαζί του. Πβ. ανοιχτός, διαλλακτικός. Βλ. ελαστ-, υπομονετ-, υποχωρητ-ικός, επιεικής.|| Mη ~ό δέρμα (: ευαίσθητο). [< μτγν. ἀνεκτικός, γαλλ. tolérant]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.