Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανεκτικότητα [ἀνεκτικότητα] α-νε-κτι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ανεκτικού: θρησκευτική ~ (βλ. ανεξιθρησκία). ~ και πολυπολιτισμικότητα. ~ στις εφηβικές αντιδράσεις. Τα όρια της ~ας. Φανατισμός και έλλειψη ~ας. Βαθμός ~ας μιας κοινωνίας (π.χ. απέναντι στους αλλοδαπούς/στους ομοφυλόφιλους. ΑΝΤ. μισαλλοδοξία). Δείχνω ~. Αντιμετωπίζω(κάποιον/κάτι)/συμπεριφέρομαι με ~. Πβ. ανοχή. Βλ. επιείκεια, υπομονή.|| (καταχρ.) ~ (= ανθεκτικότητα) στις ιώσεις. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. tolérance]

επιείκεια

επιείκεια [ἐπιείκεια] ε-πι-εί-κει-α ουσ. (θηλ.): αντιμετώπιση, αξιολόγηση προσώπου, κατάστασης με ανεκτικότητα και χωρίς αυστηρότητα: πνεύμα ~ας (προς τους ανηλίκους). Θα δείξω ~ απέναντί του/στα λάθη (πβ. ελαφρυντικό). Εξάντλησα κάθε ~. (για καθηγητή:) Βαθμολόγησε με μεγάλη ~. Ζήτησε από το δικαστήριο να τον κρίνει με ~. (ΝΟΜ.) Η αρχή της ~ας. Πβ. ελαστικότητα. Βλ. κατανόηση, μεγαλοθυμία, συγκατάβαση, συμπόνια. [< μτγν. ἐπιείκεια]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.