ανεκτικότητα [ἀνεκτικότητα] α-νε-κτι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ανεκτικού: θρησκευτική ~ (βλ. ανεξιθρησκία). ~ και πολυπολιτισμικότητα. ~ στις εφηβικές αντιδράσεις. Τα όρια της ~ας. Φανατισμός και έλλειψη ~ας. Βαθμός ~ας μιας κοινωνίας (π.χ. απέναντι στους αλλοδαπούς/στους ομοφυλόφιλους. ΑΝΤ. μισαλλοδοξία). Δείχνω ~. Αντιμετωπίζω(κάποιον/κάτι)/συμπεριφέρομαι με ~. Πβ. ανοχή. Βλ. επιείκεια, υπομονή.|| (καταχρ.) ~ (= ανθεκτικότητα) στις ιώσεις. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. tolérance]
επιείκεια
επιείκεια [ἐπιείκεια] ε-πι-εί-κει-α ουσ. (θηλ.): αντιμετώπιση, αξιολόγηση προσώπου, κατάστασης με ανεκτικότητα και χωρίς αυστηρότητα: πνεύμα ~ας (προς τους ανηλίκους). Θα δείξω ~ απέναντί του/στα λάθη (πβ. ελαφρυντικό). Εξάντλησα κάθε ~. (για καθηγητή:) Βαθμολόγησε με μεγάλη ~. Ζήτησε από το δικαστήριο να τον κρίνει με ~. (ΝΟΜ.) Η αρχή της ~ας. Πβ. ελαστικότητα. Βλ. κατανόηση, μεγαλοθυμία, συγκατάβαση, συμπόνια. [< μτγν. ἐπιείκεια]
-ότητα
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη).2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.