ανελαστικός , ή, ό [ἀνελαστικός] α-νε-λα-στι-κός επίθ. ΑΝΤ. ελαστικός 1. (μτφ.-λόγ.) που χαρακτηρίζεται από αδιαλλαξία, αυστηρότητα· ανεπιεικής, σκληρός, καταπιεστικός: ~ή: νομοθεσία/ποινή. ~ό: εργασιακό καθεστώς/πρόγραμμα/ωράριο. ~οί: κανόνες/περιορισμοί. ~ές: διατάξεις/ρυθμίσεις. ~ά: (χρονικά) όρια. Πβ. αδιάλλακτος, αυστηρός.2. (επιστ.) (για σώμα, υλικό) που δεν έχει ελαστικότητα, δυνατότητα επαναφοράς στην αρχική του κατάσταση: ~ός: ιστός. Δέρμα ~ό. Πβ. ά-, δύσ-καμπτος.|| (ΦΥΣ.-ΜΗΧΑΝ.) ~ή: κρούση/σκέδαση/συμπεριφορά (κτιρίου).3. ΟΙΚΟΝ. που δεν αλλάζει εύκολα (λόγω μεταβολής άλλων μεγεθών): ~ός: προϋπολογισμός. ~ή: αγορά/προσφορά (εργασίας). ~ό: κόστος. ● ΣΥΜΠΛ.: ανελαστικές δαπάνες: ΟΙΚΟΝ. αναγκαία λειτουργικά έξοδα: Το μεγαλύτερο ποσοστό των εξόδων του Δήμου καλύπτουν οι ~ ~ (: αμοιβές προσωπικού, έξοδα κτιριακών εγκαταστάσεων κ.λπ.). Πβ. πάγιος. ΑΝΤ. ελαστικές δαπάνες., ανελαστική ζήτηση: ΟΙΚΟΝ. για περιπτώσεις που μεγάλη ποσοστιαία μεταβολή στην τιμή αγαθού προκαλεί μικρότερη μεταβολή στη ζήτησή του: Προϊόν με/που έχει/παρουσιάζει/χαρακτηρίζεται από ~ ~. ΑΝΤ. ελαστική ζήτηση [< αγγλ. inelastic, γαλλ. inélastique]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.