Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανεμογεννήτρια [ἀνεμογεννήτρια] α-νε-μο-γεν-νή-τρι-α ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. γεννήτρια μετατροπής της αιολικής ενέργειας κυρ. σε ηλεκτρική· αιολική γεννήτρια: τα αεροδυναμικά φορτία/η καμπύλη ισχύος/τα πτερύγια/ο πυλώνας ~ας. Δίπτερες ~ες. Συστοιχίες ~ών (= αιολικά πάρκα). [< αγγλ. aerogenerator, 1945]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.