Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανεμοδαρμένος , η, ο [ἀνεμοδαρμένος] α-νε-μο-δαρ-μέ-νος επίθ. & ανεμόδαρτος (συχνά λογοτ.) 1. που πέφτουν πάνω του σφοδροί άνεμοι: ~ος: βράχος/τόπος. ~η: ακτή. ~ο: νησί. Βλ. θαλασσοδαρμένος. ΑΝΤ. απάγκιος, απάνεμος 2. (μτφ.) βασανισμένος, ταλαιπωρημένος: ~η: ζωή/οικογένεια. ~α: πρόσωπα (χωρικών). ● βλ. ανεμοδέρνω [< μεσν. ανεμόδαρτος]

ανεμοδέρνω

ανεμοδέρνω [ἀνεμοδέρνω] α-νε-μο-δέρ-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {συνήθ. στον ενεστ.} (συχνά λογοτ.) 1. (αμτβ.) παλεύω με τους ανέμους: Το πλοίο ~ει.|| (μεσοπαθ.) Σκάφος/τοπίο που ~εται. (: χτυπιέται από τους ανέμους). 2. (σπάν.-μτφ.) βασανίζω, ταλαιπωρώ. Βλ. θαλασσοδέρνω. ● βλ. ανεμοδαρμένος

θαλασσοδαρμένος

θαλασσοδαρμένος, η, ο θα-λασ-σο-δαρ-μέ-νος επίθ. (λαϊκό-λογοτ.): που έχει χτυπηθεί και κατ' επέκτ. ταλαιπωρηθεί από τρικυμίες: ~ος: βράχος. ~η: ακτή/βάρκα. ~ο: καράβι/λιμάνι/νησί.|| (για πρόσ.) ~ος: ναυτικός. ~η: όψη. Βλ. ανεμοδαρμένος. ΣΥΝ. θαλασσόδαρτος

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.