Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανησυχώ [ἀνησυχῶ] α-νη-συ-χώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ανησυχ-είς ...| ανησύχ-ησα, -ώντας} ΑΝΤ. εφησυχάζω 1. (αμτβ.) αισθάνομαι ανησυχία, αγωνία ή φόβο: ~εί για την ασφάλεια/το μέλλον/την υγεία του. ~, γιατί δεν ξέρω πού βρίσκεται. Δεν έχουμε λόγο να ~ούμε. Πάει (πολύς) καιρός που έχω να σε δω και ~ησα. ~ήσαμε προς στιγμήν. Πβ. άγχομαι, αγωνιώ, φοβάμαι. Βλ. ψιλο~. ΑΝΤ. ησυχάζω (1), ξενοιάζω 2. (μτβ.) προξενώ ανησυχία, αναστάτωση ή ενόχληση σε κάποιον: Τι σε ~εί (= απασχολεί, προβληματίζει); Με ~εί που δεν μου λες τι συμβαίνει. Δεν σας τηλεφώνησα, γιατί δεν ήθελα να σας ~ήσω (= ενοχλήσω) πρωί-πρωί. Πβ. αναστατώνω, θορυβώ, ταράζω. [< 1: γαλλ. (s΄) inquiéter 2: γαλλ. troubler]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.