Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανθίβολα [ἀνθίβολα] αν-θί-βο-λα ουσ. (ουδ.) & ανθιβόλια (τα): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (κυρ. στη βυζαντινή ζωγραφική) σχέδια σε χαρτί για αντιγραφή και μεταφορά παραστάσεων από τοιχογραφίες ή εικόνες σε νέα έργα. Βλ. καρμπόν, ξεπατικωτούρα, πατρόν. [< μεσν. ανθιβόλιον]

καρμπόν

καρμπόν καρ-μπόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. πολύ λεπτό χαρτί επικαλυμμένο στη μια πλευρά με μελάνι, το οποίο τοποθετείται ανάμεσα σε δύο φύλλα για μεταφορά στο δεύτερο των στοιχείων που αναγράφονται στο πρώτο: μαύρο/μπλε ~. Βλ. αποτύπωση, ξεπατικωτούρα, τσιγαρόχαρτο. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ.) για να δηλωθεί μεγάλη ή απόλυτη ομοιότητα: (ως επίθ.) ~ απαντήσεις (= πανομοιότυπες, ακριβώς οι ίδιες). (Σαν σε) ~ επανάληψη της ιστορίας! Είναι ~ ίδιοι (: δίδυμοι, φτυστοί)! (ως παραθετικό σύνθ.) Γκολ/φάση-~. [< γαλλ. (papier) carbone]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.