ανθίβολα [ἀνθίβολα] αν-θί-βο-λα ουσ. (ουδ.) & ανθιβόλια (τα): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (κυρ. στη βυζαντινή ζωγραφική) σχέδια σε χαρτί για αντιγραφή και μεταφορά παραστάσεων από τοιχογραφίες ή εικόνες σε νέα έργα. Βλ. καρμπόν, ξεπατικωτούρα, πατρόν. [< μεσν. ανθιβόλιον]
καρμπόν
καρμπόν καρ-μπόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. πολύ λεπτό χαρτί επικαλυμμένο στη μια πλευρά με μελάνι, το οποίο τοποθετείται ανάμεσα σε δύο φύλλα για μεταφορά στο δεύτερο των στοιχείων που αναγράφονται στο πρώτο: μαύρο/μπλε ~. Βλ. αποτύπωση, ξεπατικωτούρα, τσιγαρόχαρτο. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ.) για να δηλωθεί μεγάλη ή απόλυτη ομοιότητα: (ως επίθ.) ~ απαντήσεις (= πανομοιότυπες, ακριβώς οι ίδιες). (Σαν σε) ~ επανάληψη της ιστορίας! Είναι ~ ίδιοι (: δίδυμοι, φτυστοί)! (ως παραθετικό σύνθ.) Γκολ/φάση-~. [< γαλλ. (papier) carbone]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.