ανθίζει & ανθεί [ἀνθίζει & ἀνθεῖ] αν-θί-ζει & αν-θεί ρ. (αμτβ.) {άνθι-σε (σπανιότ.) άνθη-σε, ανθι-σμένος}: (συνήθ. στον τ. ανθίζει) βγάζει άνθη: ~σαν τα δέντρα. ~σμένος: κήπος. ~σμένο: τοπίο (: γεμάτο άνθη). ~σμένες: κερασιές/λεμονιές. Πβ. ανθο-βολεί, -φορεί, λουλουδίζει.|| (μτφ.-λογοτ.) ~σε το χαμόγελο στα χείλη της (: χαμογέλασε). ● ανθίζω & ανθώ (μτφ., συνήθ. στον τ. ανθώ): ακμάζω, αναπτύσσομαι: ~εί μια επιχείρηση. ~σαν τα γράμματα/ο πολιτισμός/οι τέχνες.|| (σπανιότ. με αρνητ. συνυποδ.) Περιοχή όπου ~εί η εγκληματικότητα. Πβ. ευδοκιμώ, ευημερώ, θάλλει. Βλ. ξανανθίζω. ΑΝΤ. παρακμάζω ● ΦΡ.: την ψυλλιάστηκα (τη δουλειά) βλ. ψυλλιάζομαι [< αρχ. ἀνθίζω, ἀνθῶ]
ψυλλιάζομαι
ψυλλιάζομαι ψυλ-λιά-ζο-μαι ρ. (μτβ.) {ψυλλιά-στηκα, -στεί, -σμένος} (προφ.): υποπτεύομαι, υποψιάζομαι: Το ~στηκα ότι ... Κάτι είχα ~στεί, αλλά δεν ήμουν σίγουρος. Πβ. μυρίζ-, οσμίζ-ομαι. ● ΦΡ.: την ψυλλιάστηκα (τη δουλειά): το κατάλαβα, το αντιλήφθηκα: Προσπάθησαν να τον ξεγελάσουν, αλλά την ~ηκε ~. Από την αρχή την ψυλλιάστηκα ότι ήταν απατεώνας.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.