Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανθεκτικός , ή, ό [ἀνθεκτικός] αν-θε-κτι-κός επίθ. 1. που αντιστέκεται στη φθορά: ~ή: κατασκευή. ~ό: ύφασμα. Υλικά ~ά στο χρόνο. Πβ. άθραυστος, άφθαρτος, γερός. Βλ. διαχρονικός, θερμο~.|| (μτφ.) ~ή: οικονομία (στην κρίση). 2. που δεν καταπονείται σωματικά ή ψυχικά· που δεν μπορεί να καταπολεμηθεί: ~ός: οργανισμός (ΑΝΤ. αδύναμος). Είναι ~ (: ακαταπόνητος, απρόσβλητος), άλλος θα είχε λυγίσει από τις κακοτυχίες. Βλ. χαλκέντερος.|| (ΙΑΤΡ.) ~ό: μικρόβιο. Ιός ~ στα αντιβιοτικά. ΑΝΤ. ασθενικός (1) ● επίρρ.: ανθεκτικά ● ΣΥΜΠΛ.: έμμονοι/ανθεκτικοί οργανικοί ρύποι βλ. οργανικός [< μτγν. ἀνθεκτικός, γαλλ. résistant]

διαχρονικός

διαχρονικός, ή, ό δι-α-χρο-νι-κός επίθ. 1. που αντέχει στον χρόνο: ~ός: θεσμός/συγγραφέας. ~ή: αξία/μόδα/συνέχεια. ~ό: αίτημα/έργο/ερώτημα/μήνυμα/πρόβλημα. Πβ. αιώνιος, ακατάλυτος, υπερχρονικός. 2. ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με τη διαχρονία: ~ή: προσέγγιση/σημασιολογία/σύνταξη/φωνολογία. Πβ. ιστορικοσυγκριτικός. Βλ. συγχρονικός. ● επίρρ.: διαχρονικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< 2: γαλλ. diachronique, 1908, αγγλ. diachronic, 1922]

οργανικός

οργανικός, ή, ό [ὀργανικός] ορ-γα-νι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον ανθρώπινο οργανισμό και τα όργανα του σώματος: ~ό: σύνδρομο/υγρό. ~ές: διαταραχές/παθήσεις. ~ά: αίτια/προβλήματα/συμπτώματα/συστήματα (π.χ. ανοσοποιητικό, κυκλοφορικό). Ψυχολογικοί και ~οί παράγοντες. Πβ. φυσιολογικός. Βλ. πολυ~. 2. (μτφ.) που αποτελεί βασικό και αναπόσπαστο στοιχείο μιας δομής, ενός συνόλου, θεμελιώδης: Ο άνθρωπος είναι ~ό μέρος της κοινωνίας. Η βιωματική μάθηση παίζει ~ό ρόλο στην εκπαιδευτική διαδικασία. 3. ΧΗΜ. που περιέχει άνθρακα ή σχετίζεται με τις οργανικές ενώσεις: ~ό: άζωτο. ~οί: διαλύτες. ~ές: αντιδράσεις/βάσεις/ρίζες. ~ά: άλατα/μέταλλα/μόρια/οξέα/πολυμερή/υπεροξείδια. ΑΝΤ. ανόργανος (1) 4. ΟΙΚΟΛ. που είναι φυτικής ή ζωικής προέλευσης· ειδικότ. που μπορεί να υποστεί βιοαποικοδόμηση, για να μετατραπεί σε κομπόστ ή σε καύσιμο, χωρίς να επιβαρύνει το περιβάλλον: ~ή: ύλη. ~ό: λίπασμα. ~ά: απόβλητα/ιζήματα/υλικά. ΑΝΤ. ανόργανος (3) 5. ΟΙΚΟΛ. (κατ΄επέκτ.) που παράγεται χωρίς τη χρήση χημικών, φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων ή άλλων βλαβερών ουσιών· κατ' επέκτ. φιλικός προς το περιβάλλον: ~ό: βαμβάκι/ελαιόλαδο/τσάι. ~ά: λαχανικά/φρούτα.|| ~ά: καλλυντικά. Πβ. βιολογ-, οικολογ-ικός. Βλ. φυσικός.|| ~ή: αρχιτεκτονική (: που στοχεύει στην αρμονία φυσικού κόσμου και κτιρίων)/κηπουρική. 6. που σχετίζεται άμεσα με τις λειτουργίες επιχείρησης, οργανισμού και σπανιότ. κυβέρνησης: (ΟΙΚΟΝ.) ~ό: έλλειμμα. ~ά: αποτελέσματα/έξοδα/έσοδα/κέρδη (: προτού φορολογηθούν).|| ~ή: μονάδα (Υπουργείου). ~ές: διατάξεις (υπηρεσίας). ΑΝΤ. ανόργανος (4) 7. ΜΟΥΣ. που γίνεται με τη συνοδεία μουσικών οργάνων: ~ός: σκοπός. ~ή: απόδοση (τραγουδιού). ~ές: εκτελέσεις.|| (ως ουσ.) Τα ~ά (ενν. κομμάτια, σε αντιδιαστολή με τα φωνητικά) του άλμπουμ. ΣΥΝ. ινστρουμένταλ, ορχηστρικός ● επίρρ.: οργανικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: έμμονοι/ανθεκτικοί οργανικοί ρύποι: ΟΙΚΟΛ. τοξικές ουσίες οι οποίες ανθίστανται στη διάσπαση, βιοσυσσωρεύονται, μεταφέρονται μέσω του αέρα, του νερού και των μεταναστευτικών ειδών και αποτίθενται μακριά από τον τόπο έκλυσής τους., οργανικές ενώσεις: ΧΗΜ. οι ενώσεις του άνθρακα με ένα ή περισσότερα χημικά στοιχεία: πτητικές/συνθετικές ~ ~. Βλ. αμινοξέα, λιπίδια, υδρογονάνθρακας., οργανική θέση & (προφ.) οργανική: διορισμός σε μόνιμη θέση, για να καλυφθούν πάγιες ανάγκες υπηρεσίας: κενή ~ ~. ~ ~ του κλάδου ...|| (ειδικότ. για εκπαιδευτικό) Πήρε ~ ~. Οριστική τοποθέτηση σε ~ ~. Μόρια ~ής ~ης. Κάλυψη ~ών ~εων., οργανικός διανοούμενος: στοχαστής τάξης ή κινήματος που αποτελεί τον διαμορφωτή των αρχών της/του και τον κύριο καθοδηγητή: οι ~οί ~οι του εκσυγχρονισμού/της εργατικής τάξης. Πβ. πνευματικός ηγέτης., βιολογικά προϊόντα βλ. προϊόν, βιολογική/οικολογική/οργανική γεωργία/καλλιέργεια βλ. γεωργία, οργανικά αναλφάβητος βλ. αναλφάβητος, οργανική χημεία βλ. χημεία, οργανικός αναλφαβητισμός βλ. αναλφαβητισμός, οργανικός/θεσμικός νόμος βλ. νόμος, πτητική οργανική ένωση βλ. πτητικός [< 1: αρχ. ὀργανικός 2-6: γαλλ. organique, αγγλ. organic 7: αγγλ.-γαλλ. instrumental]

χαλκέντερος

χαλκέντερος, η, ο χαλ-κέ-ντε-ρος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): (κυρ. για πνευματικό άνθρωπο) ακούραστος και πολύ παραγωγικός: ~ος: επιστήμονας/ερευνητής. Πβ. ακάματος, ακατάβλητος, ακαταπόνητος, οτρηρός. [< μτγν. χαλκέντερος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.