Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανθοφόρος , α/ος, ο [ἀνθοφόρος] αν-θο-φό-ρος επίθ. (επιστ.) 1. που φέρει ή παράγει λουλούδια: ~ος: βλαστός/θάμνος. ~ο: στέλεχος. ~οι: μίσχοι. ~α: φυτά. Βλ. καρπο-, οπωρο-φόρος. 2. (σπάν.-μτφ.) παραγωγικός, γόνιμος: ~ος: τομέας (της οικονομίας). 3. (σπάν.) που είναι διακοσμημένος με παράσταση ανθέων: ~ο: αγγείο. Βλ. ανθοστόλιστος. [< αρχ. ἀνθοφόρος, γαλλ. florifère]

ανθοστόλιστος

ανθοστόλιστος, η, ο [ἀνθοστόλιστος] αν-θο-στό-λι-στος επίθ. (επίσ.): που είναι στολισμένος με άνθη: ~ος: επιτάφιος/κήπος. ~η: εκκλησία. ~ο: τραπέζι. ~ες: αυλές. ΣΥΝ. ανθοστολισμένος.

καρπο- & καρπό-

καρπο- & καρπό-: α' συνθετικό λέξεων με αναφορά στον καρπό φυτού: καρπο-φόρος (= οπωροφόρος).|| Καρπό-σωμα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.