Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανθρωποειδής , ής, ές [ἀνθρωποειδής] αν-θρω-πο-ει-δής επίθ. (λόγ.): που έχει χαρακτηριστικά παρόμοια με του ανθρώπου: ~ής: (ΖΩΟΛ.) πίθηκος. ~ές: πλάσμα. Βλ. -ειδής. ΣΥΝ. ανθρωπόμορφος ● Ουσ.: ανθρωποειδές (το) 1. έμβιο ον που ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον άνθρωπο ή του μοιάζει: κρανίο ~ούς. Ο σκελετός ανήκει σε ~ που έζησε πριν από εκατομμύρια χρόνια. Βλ. ανθρωπίδες, πρωτεύοντα. 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. ρομπότ με ανθρώπινα χαρακτηριστικά: προηγμένο ~. 3. (μειωτ.) πρόσωπο που δεν αξίζει να λέγεται άνθρωπος. Πβ. ανθρωπάριο. [< 1: γαλλ. anthropoïde 2: αγγλ. anthropoid] [< αρχ. ἀνθρωποειδής]

ανθρωπίδες

ανθρωπίδες [ἀνθρωπίδες] αν-θρω-πί-δες ουσ. (αρσ.) (οι): ΑΝΘΡΩΠ. οικογένεια εξελιγμένων θηλαστικών (επιστ. ονομασ. Hominidae) που περιλαμβάνει απολιθωμένα ανθρωποειδή θηλαστικά και τους προγόνους του σύγχρονου ανθρώπου. Βλ. αυστραλοπίθηκος, πρωτεύοντα, homo sapiens. [< γαλλ. hominidés]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.