Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανθρωπόπαυση [ἀνθρωπόπαυση] αν-θρω-πό-παυ-ση ουσ. (θηλ.): περίοδος παύσεως μεγάλου μέρους των ανθρώπινων δραστηριοτήτων κατά την εφαρμογή των μέτρων λόγω πανδημίας κατά την οποία επήλθε μείωση της ατμοσφαιρικής και θαλάσσιας ρύπανσης. [< αγγλ. anthro(po)pause, διαδόθηκε από τους C. Zerefos και συνεργάτες το 2020]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.