ανθώδης , ης, ες [ἀνθώδης] αν-θώ-δης επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. (για οινοπνευματώδες ποτό) που θυμίζει λουλούδι ως προς την οσμή: Κρασί με ~ες άρωμα. Βλ. φρουτώδης, -ώδης. [< μτγν. ἀνθώδης]
ανθώνας [ἀνθώνας] αν-θώ-νας ουσ. (αρσ.) (λόγ.): τόπος ή έκταση όπου φυτρώνουν ή καλλιεργούνται άνθη: ~ με παρτέρια. Φυτά για ~ες, βραχόκηπους ή γλάστρες. Πβ. ανθόκηπος. Βλ. αλτάνα, -ώνας. [< μτγν. ἀνθών]
αλτάνα
αλτάνα [ἀλτάνα] αλ-τά-να ουσ. (θηλ.) 1. παρτέρι κοντά σε τοίχο αυλής ή κήπου, μικρός ανθόκηπος: ~ με πεζούλι. Πετρόχτιστες ~ες με τριανταφυλλιές.2. μπαλκόνι με λουλούδια. [< μεσν. αλτάνα < βεν. altana]
ανθίζει & ανθεί
ανθίζει & ανθεί [ἀνθίζει & ἀνθεῖ] αν-θί-ζει & αν-θεί ρ. (αμτβ.) {άνθι-σε (σπανιότ.) άνθη-σε, ανθι-σμένος}: (συνήθ. στον τ. ανθίζει) βγάζει άνθη: ~σαν τα δέντρα. ~σμένος: κήπος. ~σμένο: τοπίο (: γεμάτο άνθη). ~σμένες: κερασιές/λεμονιές. Πβ. ανθο-βολεί, -φορεί, λουλουδίζει.|| (μτφ.-λογοτ.) ~σε το χαμόγελο στα χείλη της (: χαμογέλασε). ● ανθίζω & ανθώ (μτφ., συνήθ. στον τ. ανθώ): ακμάζω, αναπτύσσομαι: ~εί μια επιχείρηση. ~σαν τα γράμματα/ο πολιτισμός/οι τέχνες.|| (σπανιότ. με αρνητ. συνυποδ.) Περιοχή όπου ~εί η εγκληματικότητα. Πβ. ευδοκιμώ, ευημερώ, θάλλει. Βλ. ξανανθίζω. ΑΝΤ. παρακμάζω ● ΦΡ.: την ψυλλιάστηκα (τη δουλειά) βλ. ψυλλιάζομαι [< αρχ. ἀνθίζω, ἀνθῶ]
φρουτώδης
φρουτώδης, ης, ες φρου-τώ-δης επίθ. {φρουτώδ-ους | -εις (ουδ. -η)} (λόγ.): που θυμίζει φρούτο: ~η: αρώματα/ποτά. Κρασί με ~η γεύση. Πβ. φρουτένιος. Βλ. -ώδης. ● Ουσ.: φρουτώδες (το): γεύση φρέσκου φρούτου, η οποία εκτιμάται ως θετικό χαρακτηριστικό του ελαιολάδου κατά την οργανοληπτική εξέτασή του: ~, πικάντικο ή πικρό. Ισχυρή/μεσαία ένταση ~ους.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.