Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανιδιοτέλεια [ἀνιδιοτέλεια] α-νι-δι-ο-τέ-λει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του ανιδιοτελούς: πολιτική ~. Η ~ μιας προσφοράς. ~ και αλτρουισμός. Παράδειγμα/πράξη ~ας. Πβ. αφιλοκέρδεια. ΣΥΝ. ανυστεροβουλία ΑΝΤ. ιδιοτέλεια [< γερμ. Uneigennützigkeit]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.