Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 21 εγγραφές  [0-20]


  • ανισο- & ανισό- : α' συνθετικό λέξεων∙ δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό βρίσκεται σε άνιση σχέση με κάτι άλλο: ανισο-βαρής/~κατανομή/~μερής/~σκελής/~σύλλαβος/~ϋψής. Ανισό-πλευρος/~ρροπος. ΑΝΤ. ισο- [< μτγν. ἀνισ(ο)-]
  • ανισοβαρής , ής, ές [ἀνισοβαρής] α-νι-σο-βα-ρής επίθ. {ανισοβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.) ΑΝΤ. ισοβαρής 1. (μτφ.) που τα μέρη του δεν έχουν την ίδια βαρύτητα, που δεν γίνεται με ίδιο τρόπο ή δεν έχει την ίδια αξία με κάτι άλλο: ~ής: καταμερισμός. ~ής: ανάπτυξη (π.χ. ορισμένων κλάδων)/κατανομή (πόρων)/σχέση. Μονομερής και ~ προσέγγιση του προβλήματος. Σύστημα κοινωνικά/πολιτικά ~ές. Πβ. λεόντειος. ΣΥΝ. ετεροβαρής ΑΝΤ. αμφοτεροβαρής 2. (για πράγμα ή σύνολο πραγμάτων) που τα μέρη του έχουν άνισο βάρος μεταξύ τους: ~ή: σώματα. ~είς: συσκευασίες. ● επίρρ.: ανισοβαρώς [-ῶς] (λόγ.) [< μτγν. ἀνισοβαρής]
  • ανισοκατανομή [ἀνισοκατανομή] α-νι-σο-κα-τα-νο-μή ουσ. (θηλ.): κατανομή σε άνισα μέρη: γεωγραφική/πληθυσμιακή ~. ~ της εξουσίας/του πλούτου. ~ (φυσικών και ανθρώπινων) πόρων/προσωπικού/φορτίου. Δείκτης ~ής εισοδήματος. ΑΝΤ. ισοκατανομή
  • ανισομεγέθης , ης, ες [ἀνισομεγέθης] α-νι-σο-με-γέ-θης επίθ. {ανισομεγέθ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών} (λόγ.): που δεν έχει ίσο μέγεθος με κάποιον άλλο: ~η: έμβολα/ψαλίδια (σε ανάρτηση αυτοκινήτου). ΑΝΤ. ισομεγέθης [< μτγν. ἀνισομεγέθης]
  • ανισομέρεια [ἀνισομέρεια] α-νι-σο-μέ-ρει-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η ιδιότητα του ανισομερούς: οικονομική ~. ~ κέντρου-περιφέρειας/στην κατανομή πόρων (= ανισοκατανομή). ~ες και κοινωνικοί αποκλεισμοί. Πβ. ανισορροπία, ανισότητα. ΑΝΤ. ισομέρεια (1)
  • ανισομερής , ής, ές [ἀνισομερής] α-νι-σο-με-ρής επίθ. {ανισομερ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.) & ανισόμερος & ανισόμετρος, η, ο: που έχει άνισα μέρη ή γίνεται με άνισο τρόπο: ~ής: ανάπτυξη/διάθεση του πλούτου/σχέση/συμμετοχή. ΑΝΤ. ισομερής (1) ● επίρρ.: ανισομερώς [-ῶς] (λόγ.)
  • ανισομετρωπία [ἀνισομετρωπία] α-νι-σο-με-τρω-πί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. σημαντική διαφορά στη διαθλαστική ικανότητα των δύο ματιών. Βλ. αμβλυ-, αμετρ-, μυ-, υπερμετρ-ωπία, αστιγματισμός. [< γαλλ. anisométropie, αγγλ. anisometropia, γερμ. Anisometropie]
  • ανισόπαχος , η, ο [ἀνισόπαχος] α-νι-σό-πα-χος επίθ. & (λόγ.) ανισοπαχής, -ής, -ές: που δεν έχει το ίδιο πάχος σε όλη του την έκταση, σε όλο του το μήκος ή που δεν έχει το ίδιο πάχος με κάτι άλλο: ~η: τύπωση και μορφοποίηση (μετάλλων). ~α: τοιχώματα. ΑΝΤ. ισοπαχής [< μτγν. ἀνισοπαχής]
  • ανισόπεδος , η, ο [ἀνισόπεδος] α-νι-σό-πε-δος επίθ. (επίσ.): που βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο σε σχέση με κάτι άλλο: ~η: γέφυρα/διασταύρωση. ~ο: έδαφος (= ανώμαλο). ΑΝΤ. ισόπεδος ● ΣΥΜΠΛ.: ανισόπεδος κόμβος: συμβολή αυτοκινητοδρόμων ταχείας κυκλοφορίας σε διαφορετικά επίπεδα, η οποία επιτρέπει την απρόσκοπτη κίνηση των οχημάτων, χωρίς να διασταυρώνονται τα ρεύματα κυκλοφορίας. Πβ. αερογέφυρα., ανισόπεδη διάβαση βλ. διάβαση
  • ανισορροπία [ἀνισορροπία] α-νι-σορ-ρο-πί-α ουσ. (θηλ.): απουσία ισορροπίας: δημογραφική/δομική/οικολογική/πολιτική ~. ~ δυνάμεων. Οικονομικές ~ες στην αγορά. Διαρθρωτικές/εμπορικές/κοινωνικές/περιφερειακές ~ες. ~ ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση. Πβ. ανισομέρεια, ανισότητα, δυσ-αναλογία, -αρμονία.|| (ΨΥΧΟΛ.) Συναισθηματική/ψυχική ~ και δυσκολία προσαρμογής (πβ. αστάθεια). ΑΝΤ. ισορροπία (1) [< μτγν. ἀνισορροπία, γαλλ. déséquilibre]
  • ανισόρροπος , η, ο [ἀνισόρροπος] α-νι-σόρ-ρο-πος επίθ. 1. (συνήθ. μειωτ.) που χαρακτηρίζεται από πνευματική ή και συναισθηματική αστάθεια: ~η: κατάσταση/συμπεριφορά. ~ο: άτομο/μυαλό. ~ες: απαιτήσεις (πβ. παράλογες).|| (προφ.) Καλά, είσαι τελείως ~!|| (ως ουσ.) Πήγε να με χτυπήσει ο ~! Πβ. παλαβός, τρελός. ΑΝΤ. ισορροπημένος (1), λογικός (1) 2. που δεν έχει αρμονία ή συμμετρία: ~ος: τρόπος ζωής. ~η: ανάπτυξη/κατανομή (π.χ εργασιών, πβ. ανισομερής)/σχέση. ~ο: σύστημα. Πβ. άνισος, δυσανάλογος. ΑΝΤ. ισόρροπος (1) ● επίρρ.: ανισόρροπα [< 1: γαλλ. déséquilibré 2: μτγν. ἀνισόρροπος]
  • άνισος , η, ο [ἄνισος] ά-νι-σος επίθ. 1. που δεν γίνεται μεταξύ ίσων μερών, που δεν είναι ίδιος για όλους: ~ος: αγώνας/καταμερισμός (π.χ. της εργασίας). ~η: αμοιβή/αναμέτρηση/ανάπτυξη/αντιμετώπιση/επίδοση (λ.χ. στο σχολείο)/κατανομή (= ανισοκατανομή)/μάχη (με τον καρκίνο/με τη φωτιά)/μεταχείριση/σύγκριση/συμμετοχή. ~ο: παιχνίδι. ~οι: όροι. ~ες: ευκαιρίες. Συνθήκες ~ου ανταγωνισμού. Πβ. άδικος, ανισομερής. ΑΝΤ. δίκαιος (1) 2. που δεν είναι ίσος με άλλον: ~ες: αποστάσεις/δυνάμεις/πλευρές. ~α: μεγέθη/ποσά. ΑΝΤ. ισομεγέθης, ίσος (1) 3. που δεν έχει σταθερή ποιότητα ή εξέλιξη: ~η: ταινία. ~ο: ύφος. ● επίρρ.: άνισα [< αρχ. ἄνισος, γαλλ. inégal]
  • ανισοσκέλεια [ἀνισοσκέλεια] α-νι-σο-σκέ-λει-α ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. απουσία ισοσκελισμού ή γενικότ. ισορροπίας, ισότητας: ~ εσόδων και εξόδων/του ισοζυγίου (πληρωμών). || Οι κατά φύλο ~ες στην κατανομή των επαγγελμάτων. Πβ. ανισορροπία, ανισότητα, δυσ-αναλογία, -αρμονία. 2. ΙΑΤΡ. & ανισοσκελία: δυσμορφία κατά την οποία το ένα πόδι είναι κοντύτερο από το άλλο. Βλ. βλαισο-, πλατυ-, ραιβο-ποδία. [< 1: αγγλ. disequilibrium, 1923]
  • ανισοσκελής , ής, ές [ἀνισοσκελής] α-νι-σο-σκε-λής επίθ. (επιστ.): που έχει άνισα σκέλη, μέρη ή πλευρές: (ΜΑΘ.) ~ής: γωνία. ~ές: τρίγωνο (ΣΥΝ. σκαληνό).|| ~ής: βραχίονας/σταυρός. ~ής: αψίδα. Πβ. ανισομερής.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ής: προϋπολογισμός (: του οποίου τα έσοδα και τα έξοδα δεν έχουν ισοσκελιστεί). ΑΝΤ. ισοσκελής [< μτγν. ἀνισοσκελής]
  • ανισοσύλλαβος , η, ο [ἀνισοσύλλαβος] α-νι-σο-σύλ-λα-βος επίθ.: ΓΡΑΜΜ. (για όνομα ή ποίημα) που δεν έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις ή τους στίχους αντίστοιχα. Βλ. ανομοιοκατάληκτος. ΑΝΤ. ισοσύλλαβος [< γαλλ. imparisyllabique, αγγλ. imparisyllabic]
  • ανισότητα [ἀνισότητα] α-νι-σό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {ανισοτήτ-ων} 1. έλλειψη ισότητας: οικονομική/ταξική/φορολογική ~. Εισοδηματικές/μισθολογικές/περιφερειακές ~ες. ~ ευκαιριών/των δύο φύλων. ~ στην εκπαίδευση/εργασία. ~ εις/σε βάρος των ... Άμβλυνση/άρση/διεύρυνση/καταπολέμηση των ~ων. Μάχη ενάντια στη φτώχεια και την ~. Πβ. ανισο-μέρεια, -ρροπία, -σκέλεια. 2. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο ποσοτήτων (αριθμών ή μεταβλητών) που συνδέονται με τα σύμβολα ">", "<" ή "≠", τα οποία σημαίνουν "μεγαλύτερο από", "μικρότερο από" ή "διάφορο του" αντίστοιχα (π.χ. 4 > 3, x < 5, y ≠ 2): αλγεβρικές/γεωμετρικές/τριγωνομετρικές ~ες. Πβ. ανίσωση. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνική ανισότητα: άνιση κατανομή των κοινωνικών αγαθών, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων: ~ ~ και κοινωνικός αποκλεισμός. [< γαλλ. inégalité sociale] [< αρχ. ἀνισότης, γαλλ. inégalité]
  • ανισοτιμία [ἀνισοτιμία] α-νι-σο-τι-μί-α ουσ. (θηλ.) (επιστ.): έλλειψη ισότητας στην αξία, τα δικαιώματα ή το κύρος: κοινωνική ~. ~ στις σχέσεις μεταξύ κρατών/των δύο φύλων. ΑΝΤ. ισοτιμία (3)
  • ανισότιμος , η, ο [ἀνισότιμος] α-νι-σό-τι-μος επίθ. (λόγ.): που δεν έχει την ίδια αξία ή δεν εξασφαλίζει συνθήκες ισότητας: ~η: αντιμετώπιση/θέση (μιας χώρας)/κατανομή (πβ. ανισομερής)/μεταχείριση/πρόσβαση (π.χ. σε κοινωνικά αγαθά). ~οι: όροι. ~ες: σχέσεις. Πβ. άνισος. ΑΝΤ. ίσος (1), ισότιμος (2) ● επίρρ.: ανισότιμα [< μτγν. ἀνισότιμος]
  • ανισοτροπία [ἀνισοτροπία] α-νι-σο-τρο-πί-α ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. η ιδιότητα ή κατάσταση ανισότροπου σώματος: μαγνητική κρυσταλλική ~. Συντελεστής ~ας. ΑΝΤ. ισοτροπία [< γαλλ. anisotropie , αγγλ. anisotropy]
  • ανισότροπος , η, ο [ἀνισότροπος] α-νι-σό-τρο-πος επίθ. & ανισοτροπικός: ΦΥΣ. που έχει μεταβλητές ιδιότητες ανάλογα με την κατεύθυνση της μέτρησης: ~α: υλικά. ΑΝΤ. ισότροπος [< γαλλ. anisotrope, αγγλ. anisotropic]

ανομοιοκατάληκτος

ανομοιοκατάληκτος, η, ο [ἀνομοιοκατάληκτος] α-νο-μοι-ο-κα-τά-λη-κτος επίθ.: ΜΕΤΡ. για στίχο ή ποίημα που δεν έχει ομοιοκαταληξία. Βλ. ελεύθερος στίχος. ΑΝΤ. ομοιοκατάληκτος [< μτγν. ἀνομοιοκατάληκτος]

διάβαση

διάβαση δι-ά-βα-ση ουσ. (θηλ.) 1. πέρασμα, διέλευση: ~ της γέφυρας/του δρόμου/της ερήμου/του φαραγγιού. Βλ. διάπλους, περι~.|| Ορεινή/σιδηροδρομική/συνοριακή ~. Κλειστή θα παραμείνει η οδική ~ ... || (ΙΑΤΡ.) ~ λεπτού/παχέος εντέρου (βλ. ακτινογραφία). 2. ΑΣΤΡΟΝ. φαινόμενο που δίνει την εντύπωση στον επίγειο παρατηρητή πως ένα ουράνιο σώμα διέρχεται μπροστά από τον δίσκο ενός άλλου, μεγαλύτερου: ~ της Αφροδίτης/του Ερμή/της Σελήνης μπροστά από τον Ήλιο. Βλ. σύνοδος. ● ΣΥΜΠΛ.: ανισόπεδη διάβαση 1. κατασκευή, συνήθ. υπερυψωμένη γέφυρα ή υπόγειο πέρασμα, που οδηγεί με ασφάλεια τους πεζούς από τη μία πλευρά ενός δρόμου στην άλλη. 2. διασταύρωση αυτοκινητοδρόμου με άλλον αυτοκινητόδρομο ή σιδηροδρομική γραμμή σε διαφορετικό επίπεδο, ψηλότερο ή χαμηλότερο. Βλ. ανισόπεδος κόμβος., άνω/κάτω διάβαση: ανισόπεδη διασταύρωση σιδηροδρομικής γραμμής με οδό που περνά πάνω ή κάτω από τη γραμμή., διάβαση πεζών: σημείο του οδοστρώματος με ειδική σήμανση και ορισμένη διαγράμμιση, από όπου επιτρέπεται στους πεζούς να διασχίζουν τον δρόμο: Απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση σε ~ ~. ΣΥΝ. πεζοδιάβαση, ιρλανδική διάβαση: διασταύρωση δρόμου με χείμαρρο χωρίς γέφυρα, αλλά με απλή τσιμεντόστρωση., ισόπεδη διάβαση: διασταύρωση μεταξύ οδού και σιδηροδρομικής ή τροχιοδρομικής γραμμής, η οποία γίνεται στο ίδιο επίπεδο., υπόγεια διάβαση: πέρασμα ή τούνελ που επιτρέπει σε πεζούς ή οχήματα να περάσουν κάτω από αυτοκινητόδρομο ή σιδηροδρομική γραμμή. [< αγγλ. subway] [< αρχ. διάβασις, γαλλ. passage]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.