ανομοιοκατάληκτος, η, ο [ἀνομοιοκατάληκτος] α-νο-μοι-ο-κα-τά-λη-κτος επίθ.: ΜΕΤΡ. για στίχο ή ποίημα που δεν έχει ομοιοκαταληξία. Βλ. ελεύθερος στίχος. ΑΝΤ. ομοιοκατάληκτος [< μτγν. ἀνομοιοκατάληκτος]
διάβαση δι-ά-βα-ση ουσ. (θηλ.) 1. πέρασμα, διέλευση: ~ της γέφυρας/του δρόμου/της ερήμου/του φαραγγιού. Βλ. διάπλους, περι~.|| Ορεινή/σιδηροδρομική/συνοριακή ~. Κλειστή θα παραμείνει η οδική ~ ... || (ΙΑΤΡ.) ~ λεπτού/παχέος εντέρου (βλ. ακτινογραφία). 2. ΑΣΤΡΟΝ. φαινόμενο που δίνει την εντύπωση στον επίγειο παρατηρητή πως ένα ουράνιο σώμα διέρχεται μπροστά από τον δίσκο ενός άλλου, μεγαλύτερου: ~ της Αφροδίτης/του Ερμή/της Σελήνης μπροστά από τον Ήλιο. Βλ. σύνοδος. ● ΣΥΜΠΛ.: ανισόπεδη διάβαση 1. κατασκευή, συνήθ. υπερυψωμένη γέφυρα ή υπόγειο πέρασμα, που οδηγεί με ασφάλεια τους πεζούς από τη μία πλευρά ενός δρόμου στην άλλη. 2. διασταύρωση αυτοκινητοδρόμου με άλλον αυτοκινητόδρομο ή σιδηροδρομική γραμμή σε διαφορετικό επίπεδο, ψηλότερο ή χαμηλότερο. Βλ. ανισόπεδος κόμβος., άνω/κάτω διάβαση: ανισόπεδη διασταύρωση σιδηροδρομικής γραμμής με οδό που περνά πάνω ή κάτω από τη γραμμή., διάβαση πεζών: σημείο του οδοστρώματος με ειδική σήμανση και ορισμένη διαγράμμιση, από όπου επιτρέπεται στους πεζούς να διασχίζουν τον δρόμο: Απαγορεύεται η στάση και η στάθμευση σε ~ ~. ΣΥΝ. πεζοδιάβαση, ιρλανδική διάβαση: διασταύρωση δρόμου με χείμαρρο χωρίς γέφυρα, αλλά με απλή τσιμεντόστρωση., ισόπεδη διάβαση: διασταύρωση μεταξύ οδού και σιδηροδρομικής ή τροχιοδρομικής γραμμής, η οποία γίνεται στο ίδιο επίπεδο., υπόγεια διάβαση: πέρασμα ή τούνελ που επιτρέπει σε πεζούς ή οχήματα να περάσουν κάτω από αυτοκινητόδρομο ή σιδηροδρομική γραμμή. [< αγγλ. subway] [< αρχ. διάβασις, γαλλ. passage]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ