Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανισοβαρής , ής, ές [ἀνισοβαρής] α-νι-σο-βα-ρής επίθ. {ανισοβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (λόγ.) ΑΝΤ. ισοβαρής 1. (μτφ.) που τα μέρη του δεν έχουν την ίδια βαρύτητα, που δεν γίνεται με ίδιο τρόπο ή δεν έχει την ίδια αξία με κάτι άλλο: ~ής: καταμερισμός. ~ής: ανάπτυξη (π.χ. ορισμένων κλάδων)/κατανομή (πόρων)/σχέση. Μονομερής και ~ προσέγγιση του προβλήματος. Σύστημα κοινωνικά/πολιτικά ~ές. Πβ. λεόντειος. ΣΥΝ. ετεροβαρής ΑΝΤ. αμφοτεροβαρής 2. (για πράγμα ή σύνολο πραγμάτων) που τα μέρη του έχουν άνισο βάρος μεταξύ τους: ~ή: σώματα. ~είς: συσκευασίες. ● επίρρ.: ανισοβαρώς [-ῶς] (λόγ.) [< μτγν. ἀνισοβαρής]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.