Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανομβρία [ἀνομβρία] α-νομ-βρί-α ουσ. (θηλ.) 1. (επίσ.) ανεπάρκεια ή έλλειψη βροχοπτώσεων και η αντίστοιχη χρονική περίοδος: παρατεταμένη ~. Καταστροφή καλλιεργειών/ξήρανση δέντρων λόγω ~ας. Υψηλές θερμοκρασίες και ~ πλήττουν τη χώρα. Πβ. αναβροχιά, αν-, λειψ-υδρία, ξηρασία. 2. (σπάν.-μτφ.) απουσία, έλλειψη: επενδυτική ~. ~ ιδεών. [< αρχ. ἀνομβρία]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.