Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανορθόγραφος , η, ο [ἀνορθόγραφος] α-νορ-θό-γρα-φος επίθ.: που κάνει ή περιέχει (πολλά) ορθογραφικά σφάλματα: ~ος: συντάκτης. ~οι: μαθητές. || & ως (ουσ.): Είναι ~. ΑΝΤ. ορθογράφος.|| ~η: επιγραφή. ~ο και ασύντακτο κείμενο (ΑΝΤ. ορθογραφημένο). Βλ. -γραφος. ● επίρρ.: ανορθόγραφα [< γερμ. unorthographisch]

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.