ανοσία [ἀνοσία] α-νο-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. μηχανισμός με τον οποίο ο οργανισμός καταπολεμά τους παθογόνους παράγοντες (ιούς, καρκινικά κύτταρα, μικρόβια)· αυξημένη ικανότητα αντίστασης λόγω προγενέστερης έκθεσής του σε αυτούς: εγγενής ή φυσική/επίκτητη ή ειδική (βλ. ανοσοποίηση, εμβολιασμός) ~. Ενεργητική ~ (: ως αποτέλεσμα προηγούμενης προσβολής από λοίμωξη). Παθητική ~ (: μέσω της μεταφοράς αντισωμάτων).|| Μόνιμη/προσωρινή/προσαρμοστική/συλλογική/σύμφυτη/φυσική. ~ αγέλης/της κοινότητας/πληθυσμού. Πιστοποιητικό ~ας. Εμβόλιο που παρέχει ~ έναντι του ιού ... Βλ. αυτο~, νόσηση.2. (μτφ.) μειωμένη ευαισθησία σε κάτι, συνήθ. αρνητικό, λόγω συνήθειας: Έχουμε ακούσει/δει τόσα πολλά που έχουμε πάθει ~. ● ΣΥΜΠΛ.: κυτταρική ανοσία: ΙΑΤΡ. που προκαλείται από τη δράση των κυτταροτοξικών και βοηθητικών Τ-λεμφοκυττάρων. [< αγγλ. cellular immunity] , χυμική ανοσία: ΙΑΤΡ. που προκαλείται από την παραγωγή και έκκριση ειδικών αντισωμάτων, τα οποία απελευθερώνονται στο αίμα και τη λέμφο. [< αγγλ. humoral immunity, γαλλ. immunité humorale] [< μτγν. ἀνοσία 'έλλειψη νόσου', γαλλ. immunité]
ανοσιακός , ή, ό [ἀνοσιακός] α-νο-σι-α-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την ανοσία. Πβ. ανοσο-(βιο)λογικός, -ποιητικός, άνοσος. [< αγγλ. immune, 1907, γαλλ. immunitaire, περ. 1950]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.