Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανοσοθεραπεία [ἀνοσοθεραπεία] α-νο-σο-θε-ρα-πεί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. θεραπευτική μέθοδος που μειώνει την παθολογική αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος ή ενισχύει τη φυσιολογική λειτουργία του, τροποποιώντας την κυτταρική ανοσία: ειδική/υπογλώσσια (: με δισκία)/υποδόρια (: με ενέσεις) ~.|| (Διαδικασία απευαισθητοποίησης για την αντιμετώπιση των αλλεργικών νοσημάτων:) ~ με μεμονωμένα αλλεργιογόνα ή μείγματά τους. Πβ. βιολογική θεραπεία. [< γαλλ. immunothérapie, 1927, αγγλ. immunotherapy, 1910]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.