Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ανοσοκαταστολή [ἀνοσοκαταστολή] α-νο-σο-κα-τα-στο-λή ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα ενός οργανισμού έχει μειωμένες εφεδρείες συγκριτικά με το γενικό πληθυσμό, οδηγώντας συχνά σε ευκαιριακές λοιμώξεις και ανάπτυξη όγκων. [< αγγλ. immunosuppression, 1963]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.